Tου Χρύσανθου Λαζαρίδη
Στα τέλη του 19ου Αιώνα ο Αμερικανός Alfred Thayer Mahan ανέπτυξε τη θεωρία της ναυτικής ισχύος, δείχνοντας πώς η θαλάσσια δύναμη εξασφαλίζει τον υψηλότερο βαθμό ελέγχου με τον μικρότερο βαθμό επιβολής. Η κεντρική ιδέα είναι ότι κυριαρχία σε ηπειρωτικές εκτάσεις απαιτεί πλήρη επιβολή επί των τοπικών πληθυσμών. Ενώ η κυριαρχία στις θάλασσες απαιτεί όχι πλήρη επιβολή και συνεχή παρουσία, αλλά αποτελεσματικό έλεγχο των θαλασσίων δρόμων.
Στα τέλη του 19ου Αιώνα ο Αμερικανός Alfred Thayer Mahan ανέπτυξε τη θεωρία της ναυτικής ισχύος, δείχνοντας πώς η θαλάσσια δύναμη εξασφαλίζει τον υψηλότερο βαθμό ελέγχου με τον μικρότερο βαθμό επιβολής. Η κεντρική ιδέα είναι ότι κυριαρχία σε ηπειρωτικές εκτάσεις απαιτεί πλήρη επιβολή επί των τοπικών πληθυσμών. Ενώ η κυριαρχία στις θάλασσες απαιτεί όχι πλήρη επιβολή και συνεχή παρουσία, αλλά αποτελεσματικό έλεγχο των θαλασσίων δρόμων.
Έτσι ένα κράτος που περιβάλλεται από θάλασσες έχει αμυντικό πλεονέκτημα έναντι όλων των ηπειρωτικών δυνητικών εχθρών του. Ταυτόχρονα έχει επιθετικό πλεονέκτημα να αιφνιδιάζει όποιον αντίπαλό του επιθυμεί. Και πλήττοντάς τους ένα-ένα μπορεί να τους εξουδετερώσει όλους.
Ένα θαλάσσιο κράτος χωρίς αμυντικούς περισπασμούς μπορεί με μικρότερο κόστος να ελέγχει μεγαλύτερο χώρο, σε σύγκριση με ένα ηπειρωτικό κράτος που οφείλει να έχει αμυντική προετοιμασία έναντι όλων των γειτόνων του και κινδυνεύει να βρεθεί περικυκλωμένο από παντού.
Έτσι ο Mahan έφτιαξε την θεωρία στρατηγικής υπεροχής της θαλάσσιας δύναμης.
Στο Mahan απάντησε, κατά κάποιο τρόπο, ο Βρετανός Halford Mackinder, ο οποίος υποστήριξε, αντίθετα, την υπεροχή της εδαφικής ισχύος έναντι της ναυτικής. Ο Mackinder υποστήριξε ότι όποια πολύ μεγάλη δύναμη (αυτοκρατορία) ελέγχει εκτεταμένες και συμπαγείς ηπειρωτικές εκτάσεις, μπορεί τελικώς να εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία επί των ηπειρωτικών εδαφών της γης – δηλαδή σε ολόκληρη την Ευρασία – και να κυριαρχήσει στον κόσμο.
Ο Mackinder κατέληξε ότι όποιος ελέγχει την «καρδιά» (heartland ή «ενδοχώρα») της Ευρασίας – δηλαδή τη Δυτική Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία – ελέγχει ολόκληρη την Ευρασία. Κι όποιος ελέγχει την Ευρασία ελέγχει τελικά τον κόσμο ολόκληρο!
Μπορεί να εξασφαλίσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της «ενδοχώρας», απ’ όλες τις ναυτικές δυνάμεις, διαθέτει άφθονο χώρο να αμυνθεί από τις πιέσεις τους, να αναδιπλωθεί μπροστά στις απειλές τους, να αντεπιτεθεί και να τις εξουδετερώσει μια- μία, προτού αποκτήσει πλήρη έλεγχο της Ευρασίας. Κι εκείθεν να επιβληθεί στις «περιφερειακές» ναυτικές δυνάμεις, που απέχουν πολύ μεταξύ τους για να συνασπιστούν εναντίον της Κεντρικής ηπειρωτικής δύναμης, αλλά καθεμία τους απέχει λίγο από τη συγκεντρωμένη δύναμη της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας.
Εδώ έχουμε ένα συνδυασμό γεωμετρικών προβολών ισχύος και γεωγραφικών πλεονεκτημάτων, που καθιστούν τον έλεγχο της ηπειρωτικής ενδοχώρας «ακαταμάχητο» πλεονέκτημα για την παγκόσμια κυριαρχία.
Ο Mackinder και η θεωρία του περί ηπειρωτικής ισχύος στην Ευρασία και την «ενδοχώρα» της, αντέστρεψε το επιχείρημα της θαλάσσιας ισχύος του Mahan. Κι έθεσε τις βάσεις της γεωπολιτικής προσέγγισης στη διεθνή πολιτική (αν και τον όρο Γεωπολιτική τον εισήγαγε πρώτος ο Σουηδός Rudolf Kjellen).
Συνεχώς διαψεύδεται, συνεχώς επανέρχεται…
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μάλλον διέψευσε τον Mackinder, αφού ανέδειξε την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, μιας ως τότε «περιφερειακής» ναυτικής δύναμης. Παρ’ όλα αυτά, έδωσε νέα ώθηση στη γεωπολιτική προσέγγιση:
–Πρώτον, διότι οι δύο βασικές ηπειρωτικές δυνάμεις που βγήκαν χαμένες – η Γερμανία που ηττήθηκε και η Σοβιετική Ρωσία που αναδιπλώθηκε στον εαυτό της – άφησαν την «ενδοχώρα της Ευρασίας», την Ανατολική Ευρώπη, χωρίς επικυριαρχία, άρα ανοικτή σε μελλοντική διεκδίκηση.
–Δεύτερον, οι δύο ναυτικές δυνάμεις που νίκησαν – οι ΗΠΑ και η Αγγλία – έτειναν να «εκλείψουν» από το διεθνές προσκήνιο τα επόμενα χρόνια: Οι ΗΠΑ μπήκαν σε περίοδο απομονωτισμού (ούτε στην Κοινωνία των Εθνών, που ίδρυσε ο Πρόεδρος τους, θέλησαν τελικά να συμμετάσχουν), ενώ η Βρετανία βγήκε αρκετά αποδυναμωμένη από την Πανευρωπαϊκό Πόλεμο…
Έτσι δημιουργήθηκε κενό ισχύος ακριβώς εκεί που η παραδοσιακή γεωπολιτική θεωρία υποστήριζε ότι βρισκόταν η «καρδιά» της παγκόσμιας ισχύος!
Το κενό αυτό επέτρεψε σε ένα Γερμανό θεωρητικό, τον Karl Haushofer, να επαναφέρει την γεωπολιτική προσέγγιση ως θεωρητική βάση ισχύος μιας μεγάλης ηπειρωτικής δύναμης. Απ’ αυτόν επηρεάστηκε η θεωρία των Ναζί περί «ζωτικού χώρου», που είχε ανάγκη η Γερμανία, αρχικά για «να αναπνεύσει» και τελικά για να κυριαρχήσει στην παγκόσμια σκηνή.
Ο «ζωτικός χώρος» που διεκδικούσε η Ναζιστική Γερμανία συνέπιπτε σχεδόν απολύτως με τη στρατηγικής σημασίας «ενδοχώρα» την Ευρασίας του Mackinder: Μεσευρώπη (Mitteleuropa), Δυτική Ρωσία και Ουκρανία.
Η Ναζιστική Γερμανία κέρδισε τον έλεγχο της «ενδοχώρας», αλλά έχασε τον Πόλεμο. Και πάλι η αμερικανική αεροναυτική δύναμη νίκησε και οι ΗΠΑ έγιναν παγκόσμιος κυρίαρχος.
Κι έτσι διαψεύστηκε, ξανά, η γεωπολιτική προσέγγιση!
Για χρόνια οι οπαδοί της πέρασαν στην αφάνεια. Άλλωστε, στα μεταπολεμικά χρόνια με την ανάπτυξη της αεροπορίας, των ατομικών όπλων και των διηπειρωτικών πυραύλων, η γεωγραφία έμοιαζε πια χωρίς πολιτικό νόημα. Όλος ο κόσμος είχε γίνει «πολύ μικρός» για την εμβέλεια των διαθέσιμων όπλων, για να έχει την παραμικρή σημασία η διαφορά «ηπειρωτικών» και «ναυτικών» δυνάμεων.
Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η «ισορροπία του πυρηνικού τρόμου» επανέφερε τη Γεωπολιτική.
Αφού τα πυρηνικά όπλα που υπήρχαν στα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου δεν επέτρεπε σε καμία από τις δύο υπερδυνάμεις να καταστρέψει την άλλη χωρίς να καταστραφεί κι η ίδια, τα πυρηνικά όπλα ουσιαστικά «αχρειστεύονταν»!. Και η παγκόσμια κυριαρχία επανερχόταν σε τοπικούς συσχετισμούς και κρινόταν από τοπικές περιφερειακές κρίσεις. Όπου ρόλο έπαιζε ξανά η Γεωπολιτική.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση έλεγχε πλήρως την «Ενδοχώρα» (Ανατολική Ευρώπη, Ουκρανία και Δυτική Ρωσία), αλλά τελικά δεν κατόρθωσε να ελέγξει την Ευρασία.
– Από την άλλη πλευρά, την ίδια περίοδο, το «μέγα της θαλάσσης κράτος» των ΗΠΑ υπέστη ταπεινωτική ήττα στους βάλτους και τις ζούγκλες του Βιετνάμ.
Παρά το γεγονός ότι η Αμερική κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτό υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα της υπεροχής του δημοκρατικού-καπιταλιστικού συστήματος έναντι του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όχι αποτέλεσμα της ναυτικής ισχύος των ΗΠΑ. Η πολιτική και η συστημική ανάλυση νίκησαν την γεωπολιτική προσέγγιση – τόσο της «ναυτικής κυριαρχίας» όσο και την «ηπειρωτικής ισχύος.
Ο Νταβούτογλου και η σύγχρονη Γεωπολιτική
Ωστόσο, οι γεωπολιτικές θεωρίες παραμένουν δημοφιλείς. Και διατηρούν την επικαιρότητά τους, σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, όσο ο κόσμος γίνεται – ξανά πολύ-πολικός. Πράγματι, τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ έμοιαζε «αδιαμφισβήτητη»…
Ωστόσο, η αποτυχία των ΗΠΑ στο Ιράκ, οι μεγάλες δυσκολίες των αμερικανο-νατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και η διεθνής κρίση που έπληξε κυρίως το δυτικό κόσμο, δημιουργούν πάλι «χώρο» για την ανάπτυξη τοπικών περιφερειακών δυνάμεων που καταφεύγουν, ξανά, σε γεωπολιτικούς υπολογισμούς για να εκφράσουν, να προβάλλουν και να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.
Η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ινδία είναι τέτοια παραδείγματα στην Άπω Ανατολή. Το Ιράν στη Μέση Ανατολή. Και η Τουρκία δίπλα μας…
Το δόγμα του «στρατηγικού βάθους» που διατύπωσε ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ahmet Davutoğlu αποτελεί, ίσως, την πιο χαρακτηριστική περίπτωση επανεμφάνισης μιας πλήρους γεωπολιτικής στρατηγικής με σύγχρονη μορφή και με υψηλές φιλοδοξίες.
Στην έννοια του «στρατηγικού βάθους», βρίσκουμε όλες τις κεντρικές γεωπολιτικές έννοιες: της εγγύτητας, της «ενδοχώρας» και του «κέντρου βάρους».
Ένα θαλάσσιο κράτος χωρίς αμυντικούς περισπασμούς μπορεί με μικρότερο κόστος να ελέγχει μεγαλύτερο χώρο, σε σύγκριση με ένα ηπειρωτικό κράτος που οφείλει να έχει αμυντική προετοιμασία έναντι όλων των γειτόνων του και κινδυνεύει να βρεθεί περικυκλωμένο από παντού.
Έτσι ο Mahan έφτιαξε την θεωρία στρατηγικής υπεροχής της θαλάσσιας δύναμης.
Στο Mahan απάντησε, κατά κάποιο τρόπο, ο Βρετανός Halford Mackinder, ο οποίος υποστήριξε, αντίθετα, την υπεροχή της εδαφικής ισχύος έναντι της ναυτικής. Ο Mackinder υποστήριξε ότι όποια πολύ μεγάλη δύναμη (αυτοκρατορία) ελέγχει εκτεταμένες και συμπαγείς ηπειρωτικές εκτάσεις, μπορεί τελικώς να εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία επί των ηπειρωτικών εδαφών της γης – δηλαδή σε ολόκληρη την Ευρασία – και να κυριαρχήσει στον κόσμο.
Ο Mackinder κατέληξε ότι όποιος ελέγχει την «καρδιά» (heartland ή «ενδοχώρα») της Ευρασίας – δηλαδή τη Δυτική Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία – ελέγχει ολόκληρη την Ευρασία. Κι όποιος ελέγχει την Ευρασία ελέγχει τελικά τον κόσμο ολόκληρο!
Μπορεί να εξασφαλίσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της «ενδοχώρας», απ’ όλες τις ναυτικές δυνάμεις, διαθέτει άφθονο χώρο να αμυνθεί από τις πιέσεις τους, να αναδιπλωθεί μπροστά στις απειλές τους, να αντεπιτεθεί και να τις εξουδετερώσει μια- μία, προτού αποκτήσει πλήρη έλεγχο της Ευρασίας. Κι εκείθεν να επιβληθεί στις «περιφερειακές» ναυτικές δυνάμεις, που απέχουν πολύ μεταξύ τους για να συνασπιστούν εναντίον της Κεντρικής ηπειρωτικής δύναμης, αλλά καθεμία τους απέχει λίγο από τη συγκεντρωμένη δύναμη της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας.
Εδώ έχουμε ένα συνδυασμό γεωμετρικών προβολών ισχύος και γεωγραφικών πλεονεκτημάτων, που καθιστούν τον έλεγχο της ηπειρωτικής ενδοχώρας «ακαταμάχητο» πλεονέκτημα για την παγκόσμια κυριαρχία.
Ο Mackinder και η θεωρία του περί ηπειρωτικής ισχύος στην Ευρασία και την «ενδοχώρα» της, αντέστρεψε το επιχείρημα της θαλάσσιας ισχύος του Mahan. Κι έθεσε τις βάσεις της γεωπολιτικής προσέγγισης στη διεθνή πολιτική (αν και τον όρο Γεωπολιτική τον εισήγαγε πρώτος ο Σουηδός Rudolf Kjellen).
Συνεχώς διαψεύδεται, συνεχώς επανέρχεται…
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μάλλον διέψευσε τον Mackinder, αφού ανέδειξε την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, μιας ως τότε «περιφερειακής» ναυτικής δύναμης. Παρ’ όλα αυτά, έδωσε νέα ώθηση στη γεωπολιτική προσέγγιση:
–Πρώτον, διότι οι δύο βασικές ηπειρωτικές δυνάμεις που βγήκαν χαμένες – η Γερμανία που ηττήθηκε και η Σοβιετική Ρωσία που αναδιπλώθηκε στον εαυτό της – άφησαν την «ενδοχώρα της Ευρασίας», την Ανατολική Ευρώπη, χωρίς επικυριαρχία, άρα ανοικτή σε μελλοντική διεκδίκηση.
–Δεύτερον, οι δύο ναυτικές δυνάμεις που νίκησαν – οι ΗΠΑ και η Αγγλία – έτειναν να «εκλείψουν» από το διεθνές προσκήνιο τα επόμενα χρόνια: Οι ΗΠΑ μπήκαν σε περίοδο απομονωτισμού (ούτε στην Κοινωνία των Εθνών, που ίδρυσε ο Πρόεδρος τους, θέλησαν τελικά να συμμετάσχουν), ενώ η Βρετανία βγήκε αρκετά αποδυναμωμένη από την Πανευρωπαϊκό Πόλεμο…
Έτσι δημιουργήθηκε κενό ισχύος ακριβώς εκεί που η παραδοσιακή γεωπολιτική θεωρία υποστήριζε ότι βρισκόταν η «καρδιά» της παγκόσμιας ισχύος!
Το κενό αυτό επέτρεψε σε ένα Γερμανό θεωρητικό, τον Karl Haushofer, να επαναφέρει την γεωπολιτική προσέγγιση ως θεωρητική βάση ισχύος μιας μεγάλης ηπειρωτικής δύναμης. Απ’ αυτόν επηρεάστηκε η θεωρία των Ναζί περί «ζωτικού χώρου», που είχε ανάγκη η Γερμανία, αρχικά για «να αναπνεύσει» και τελικά για να κυριαρχήσει στην παγκόσμια σκηνή.
Ο «ζωτικός χώρος» που διεκδικούσε η Ναζιστική Γερμανία συνέπιπτε σχεδόν απολύτως με τη στρατηγικής σημασίας «ενδοχώρα» την Ευρασίας του Mackinder: Μεσευρώπη (Mitteleuropa), Δυτική Ρωσία και Ουκρανία.
Η Ναζιστική Γερμανία κέρδισε τον έλεγχο της «ενδοχώρας», αλλά έχασε τον Πόλεμο. Και πάλι η αμερικανική αεροναυτική δύναμη νίκησε και οι ΗΠΑ έγιναν παγκόσμιος κυρίαρχος.
Κι έτσι διαψεύστηκε, ξανά, η γεωπολιτική προσέγγιση!
Για χρόνια οι οπαδοί της πέρασαν στην αφάνεια. Άλλωστε, στα μεταπολεμικά χρόνια με την ανάπτυξη της αεροπορίας, των ατομικών όπλων και των διηπειρωτικών πυραύλων, η γεωγραφία έμοιαζε πια χωρίς πολιτικό νόημα. Όλος ο κόσμος είχε γίνει «πολύ μικρός» για την εμβέλεια των διαθέσιμων όπλων, για να έχει την παραμικρή σημασία η διαφορά «ηπειρωτικών» και «ναυτικών» δυνάμεων.
Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η «ισορροπία του πυρηνικού τρόμου» επανέφερε τη Γεωπολιτική.
Αφού τα πυρηνικά όπλα που υπήρχαν στα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου δεν επέτρεπε σε καμία από τις δύο υπερδυνάμεις να καταστρέψει την άλλη χωρίς να καταστραφεί κι η ίδια, τα πυρηνικά όπλα ουσιαστικά «αχρειστεύονταν»!. Και η παγκόσμια κυριαρχία επανερχόταν σε τοπικούς συσχετισμούς και κρινόταν από τοπικές περιφερειακές κρίσεις. Όπου ρόλο έπαιζε ξανά η Γεωπολιτική.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση έλεγχε πλήρως την «Ενδοχώρα» (Ανατολική Ευρώπη, Ουκρανία και Δυτική Ρωσία), αλλά τελικά δεν κατόρθωσε να ελέγξει την Ευρασία.
– Από την άλλη πλευρά, την ίδια περίοδο, το «μέγα της θαλάσσης κράτος» των ΗΠΑ υπέστη ταπεινωτική ήττα στους βάλτους και τις ζούγκλες του Βιετνάμ.
Παρά το γεγονός ότι η Αμερική κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτό υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα της υπεροχής του δημοκρατικού-καπιταλιστικού συστήματος έναντι του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όχι αποτέλεσμα της ναυτικής ισχύος των ΗΠΑ. Η πολιτική και η συστημική ανάλυση νίκησαν την γεωπολιτική προσέγγιση – τόσο της «ναυτικής κυριαρχίας» όσο και την «ηπειρωτικής ισχύος.
Ο Νταβούτογλου και η σύγχρονη Γεωπολιτική
Ωστόσο, οι γεωπολιτικές θεωρίες παραμένουν δημοφιλείς. Και διατηρούν την επικαιρότητά τους, σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, όσο ο κόσμος γίνεται – ξανά πολύ-πολικός. Πράγματι, τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ έμοιαζε «αδιαμφισβήτητη»…
Ωστόσο, η αποτυχία των ΗΠΑ στο Ιράκ, οι μεγάλες δυσκολίες των αμερικανο-νατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και η διεθνής κρίση που έπληξε κυρίως το δυτικό κόσμο, δημιουργούν πάλι «χώρο» για την ανάπτυξη τοπικών περιφερειακών δυνάμεων που καταφεύγουν, ξανά, σε γεωπολιτικούς υπολογισμούς για να εκφράσουν, να προβάλλουν και να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.
Η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ινδία είναι τέτοια παραδείγματα στην Άπω Ανατολή. Το Ιράν στη Μέση Ανατολή. Και η Τουρκία δίπλα μας…
Το δόγμα του «στρατηγικού βάθους» που διατύπωσε ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ahmet Davutoğlu αποτελεί, ίσως, την πιο χαρακτηριστική περίπτωση επανεμφάνισης μιας πλήρους γεωπολιτικής στρατηγικής με σύγχρονη μορφή και με υψηλές φιλοδοξίες.
Στην έννοια του «στρατηγικού βάθους», βρίσκουμε όλες τις κεντρικές γεωπολιτικές έννοιες: της εγγύτητας, της «ενδοχώρας» και του «κέντρου βάρους».
- Η «ενδοχώρα της Ευρασίας», σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, μοιάζει να έχει μετατοπιστεί από την κεντρική Ευρώπη και την δυτική Ρωσία-Ουκρανία, προς νότια: στην Κεντρική– Νοτιοδυτική Ασία: εκεί που βρίσκονται οι ενεργειακές πηγές του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής. Οι οποίες ταυτίζονται με το χώρο του Ισλάμ. Άρα το Ισλάμ αναδεικνύεται πλέον ως ο «ρυθμιστής» της παγκόσμιας «ενδοχώρας».
- Η κοσμική Τουρκία, ως η πλέον εκδυτικισμένη ισλαμική χώρα, είναι «πιο κοντά» στη Δύση – γεωγραφικά και πολιτισμικά.
- Επί πλέον, η Τουρκία είναι η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα της περιοχής και η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο (μετά το Πακιστάν και την Ινδονησία).
- Επίσης, η Τουρκία δεν είναι αραβική χώρα. Κι έτσι δεν βρίσκεται αναμιγμένη στους στρατηγικούς ανταγωνισμούς της περιοχής, που καθορίζονται από την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση κι από τους ενδο-αραβικούς ανταγωνισμούς.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η στρατηγική Νταβούτογλου φιλοδοξεί να αναδείξει την Τουρκία σε ηγέτιδα δύναμη του Ισλάμ.
– Ηγέτιδα γιατί μπορεί να διαμεσολαβήσει τις σχέσεις Ισλάμ-Δύσης.
–Ηγέτιδα γιατί μπορεί να επιδιαιτητεύσει τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς του Ισλάμ.
–Και Ηγέτιδα τέλος, διότι είναι αρκετά μεγάλη για να εμπνέει το σεβασμό παντού, αλλά όχι τόσο μεγάλη, ώστε να συνασπιστούν αυτόματα όλοι οι άλλοι εναντίον της.
Τέλος, η Τουρκία, αναζητώντας και κερδίζοντας ηγετικό ρόλο στο Ισλάμ και διαμεσολαβητική σχέση με τη Δύση, μπορεί να κερδίσει ρόλο πιο σημαντικό από την πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση που τώρα πια μοιάζει να αποκλείεται.
Η στρατηγική Νταβούτογλου, μοιάζει εύλογη και ευφυής.
Σε επόμενη σημείωμά μας θα δείξουμε ποια είναι τα μειονεκτήματά της.
Θα δείξουμε ακόμα, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί από πλευράς της Ελλάδας.
Το τελευταίο που έχουμε να παρατηρήσουμε εδώ, είναι ότι πάντα τέτοιου τύπου γεωπολιτικές προσεγγίσεις έμοιαζαν εξαιρετικά «πειστικές». Αυτό, όμως, δεν τις εμπόδιζε να ηττηθούν στο τέλος…
Όπως έχει δείξει η Ιστορία πολλές φορές, οι ηπειρωτικές χώρες «στρατηγικού βάθους» χάνουν στους ανταγωνισμούς τους με «χώρες μεταίχμιου»
Η υιοθέτηση πολιτικής «στρατηγικού βάθους» εκ μέρους της Τουρκίας, υποχρεώνει την Ελλάδα να υιοθετήσει – κι αυτή από την πλευρά της – ρόλο «χώρας μεταίχμιου». Πράγμα που προσφέρει στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ένα άλλο τρόπο να συνδεθούν ασφαλέστερα και καλύτερα μεταξύ τους, απ’ ό,τι με τη «μεσολάβηση» της Τουρκίας. Η οποία από «προνομιακός διαμεσολαβητής» Δύσης-Ισλάμ, μπορεί να μετατραπεί σε αδύνατο κρίκο για ολόκληρη την περιοχή.
Γιατί όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμά μας, το μεγάλο μειονέκτημα όσων χωρών επιχείρησαν να παίξουν γεωπολιτικό ρόλο «στρατηγικού βάθους» ως μεγάλες ή μεσαίες ηπειρωτικές δυνάμεις είναι ακριβώς αυτό: ότι μετατράπηκαν σε «αδύνατο κρίκο».
Η στρατηγική Νταβούτογλου είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένα στοίχημα.
Η επιτυχία της είναι «ζητούμενο» για την Τουρκία, δεν είναι «δεδομένο».
Τα, αφανή για την ώρα, μειονεκτήματά της είναι περισσότερα από τα προφανή, ως τώρα, πλεονεκτήματά της.
Η γεωπολιτική προσέγγιση επί της οποίας στηρίζεται εξέθρεψε συνήθως τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες, αλλά και τις πιο παταγώδεις αποτυχίες.
Οφείλουμε να την εξετάσουμε προσεκτικά.
Οφείλουμε να τη λάβουμε υπ’ όψιν μας σοβαρά.
Αλλά, αν αντιδράσουμε σωστά, δεν έχουμε κανένα λόγο να τη φοβόμαστε…
– Ηγέτιδα γιατί μπορεί να διαμεσολαβήσει τις σχέσεις Ισλάμ-Δύσης.
–Ηγέτιδα γιατί μπορεί να επιδιαιτητεύσει τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς του Ισλάμ.
–Και Ηγέτιδα τέλος, διότι είναι αρκετά μεγάλη για να εμπνέει το σεβασμό παντού, αλλά όχι τόσο μεγάλη, ώστε να συνασπιστούν αυτόματα όλοι οι άλλοι εναντίον της.
Τέλος, η Τουρκία, αναζητώντας και κερδίζοντας ηγετικό ρόλο στο Ισλάμ και διαμεσολαβητική σχέση με τη Δύση, μπορεί να κερδίσει ρόλο πιο σημαντικό από την πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση που τώρα πια μοιάζει να αποκλείεται.
Η στρατηγική Νταβούτογλου, μοιάζει εύλογη και ευφυής.
Σε επόμενη σημείωμά μας θα δείξουμε ποια είναι τα μειονεκτήματά της.
Θα δείξουμε ακόμα, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί από πλευράς της Ελλάδας.
Το τελευταίο που έχουμε να παρατηρήσουμε εδώ, είναι ότι πάντα τέτοιου τύπου γεωπολιτικές προσεγγίσεις έμοιαζαν εξαιρετικά «πειστικές». Αυτό, όμως, δεν τις εμπόδιζε να ηττηθούν στο τέλος…
Όπως έχει δείξει η Ιστορία πολλές φορές, οι ηπειρωτικές χώρες «στρατηγικού βάθους» χάνουν στους ανταγωνισμούς τους με «χώρες μεταίχμιου»
Η υιοθέτηση πολιτικής «στρατηγικού βάθους» εκ μέρους της Τουρκίας, υποχρεώνει την Ελλάδα να υιοθετήσει – κι αυτή από την πλευρά της – ρόλο «χώρας μεταίχμιου». Πράγμα που προσφέρει στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ένα άλλο τρόπο να συνδεθούν ασφαλέστερα και καλύτερα μεταξύ τους, απ’ ό,τι με τη «μεσολάβηση» της Τουρκίας. Η οποία από «προνομιακός διαμεσολαβητής» Δύσης-Ισλάμ, μπορεί να μετατραπεί σε αδύνατο κρίκο για ολόκληρη την περιοχή.
Γιατί όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμά μας, το μεγάλο μειονέκτημα όσων χωρών επιχείρησαν να παίξουν γεωπολιτικό ρόλο «στρατηγικού βάθους» ως μεγάλες ή μεσαίες ηπειρωτικές δυνάμεις είναι ακριβώς αυτό: ότι μετατράπηκαν σε «αδύνατο κρίκο».
Η στρατηγική Νταβούτογλου είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένα στοίχημα.
Η επιτυχία της είναι «ζητούμενο» για την Τουρκία, δεν είναι «δεδομένο».
Τα, αφανή για την ώρα, μειονεκτήματά της είναι περισσότερα από τα προφανή, ως τώρα, πλεονεκτήματά της.
Η γεωπολιτική προσέγγιση επί της οποίας στηρίζεται εξέθρεψε συνήθως τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες, αλλά και τις πιο παταγώδεις αποτυχίες.
Οφείλουμε να την εξετάσουμε προσεκτικά.
Οφείλουμε να τη λάβουμε υπ’ όψιν μας σοβαρά.
Αλλά, αν αντιδράσουμε σωστά, δεν έχουμε κανένα λόγο να τη φοβόμαστε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου