Συνέδριο για Θέματα Εσωτερικής Ασφάλειας & Άμυνας “ExpoSec 2011”
«Κύριε Τσομώκο, σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την πρόσκληση και για τα καλά λόγια.
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή, εκπροσωπώντας την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, να συμμετέχω στις εργασίες της EXPOSEC 2011 για δεύτερη φορά και ασφαλώς πρέπει να ευχαριστήσω και το ΚΕΜΕΑ και όλες και όλους εσάς που συμμετέχετε ενεργά σε ένα Συνέδριο που οδηγεί με τα συμπεράσματά του τη σκέψη μας και πολλές φορές και την πολιτική μας δράση.
Θέλω να ευχαριστήσω με την ευκαιρία αυτή και τους Πρέσβεις, εκπροσώπους φίλων και εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παρουσία τους στην Ελλάδα, για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη των διμερών και πολυμερών σχέσεων μέσα από τη διπλωματική τους δραστηριότητα στη χώρα μας.
Τα τελευταία χρόνια καθίσταται σαφές ότι οι απειλές κατά της περιφερειακής και της παγκόσμιας ασφάλειας εμφανίζονται όλο και πιο έντονες, περισσότερο απρόβλεπτες και ενίοτε ιδιαίτερα καταστρεπτικές.
Γι' αυτό και η πολιτική ασφάλειας καταφεύγει όλο και περισσότερο στη συνδρομή και στην αρωγή των μηχανισμών και κυρίως των υποδομών και των μέσων της άμυνας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ομάδα των εμπειρογνωμόνων, η οποία συστάθηκε για να εξετάσει στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ τη νέα στρατηγική αντίληψη, η Βορειοατλαντική Συμμαχία έχει φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο αμυντικής ισχύος και η πιθανότητα να δεχθεί στρατιωτική επίθεση στα σύνορά της τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον θεωρείται μάλλον ως απίθανη.
Ωστόσο, αυτό που προκαλεί ανησυχία κατά την αντίληψη των ΝΑΤΟϊκών εμπειρογνωμόνων, γι' αυτό και θα πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή του ΝΑΤΟ, είναι οι λιγότερο συμβατικές απειλές που στρέφονται κατά της ασφάλειας του Ευρωατλαντικού χώρου.
Είναι ακριβώς το μέγεθος και η υφή των γεωπολιτικών απειλών, των περιφερειακών κινδύνων και των τοπικών συγκρούσεων στη σημερινή δύσκολη και σύνθετη ιστορική περίοδο που διαμορφώνουν την πολιτική της ασφάλειας και της άμυνας, επιβάλλοντας, πρώτον, τη συνεχή προσαρμογή της στρατηγικής αντιμετώπισης και επίλυσης των κρίσεων. Δεύτερον, την ενίσχυση των παραγόντων ισχύος. Τρίτον, την κατάλληλη αναδιάρθρωση της αρχιτεκτονικής των μέσων, των μηχανισμών και των υποδομών άμυνας και ασφαλείας.
Στη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου η Ευρώπη και φυσικά και η πατρίδα μας έχουν βρεθεί εν μέσω διασταυρούμενων απειλών, προκλήσεων και κινδύνων, όπως μεταξύ άλλων μπορώ να αναφέρω την επέκταση των εθνικιστικών και περιφερειακών συγκρούσεων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έχουν συντελέσει είτε στη διάλυση, είτε, κυρίως, στην αποδυνάμωση κρατικών οντοτήτων.
Τη δραματική αύξηση της φτώχειας και της ανέχειας, τον εντεινόμενο ανταγωνισμό για την πρόσβαση σε φυσικούς και στρατηγικούς πόρους. Την έξαρση της τρομοκρατίας και τη διασύνδεσή της με τις ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, την πειρατεία, τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και το ηλεκτρονικό έγκλημα. Τις μαζικές μετακινήσεις παράνομων μεταναστών, την ανησυχητική εμφάνιση και ενδυνάμωση των κλιματολογικών αλλαγών, που σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν την παγκόσμια περιβαλλοντική απαξίωση.
Οι συγκεκριμένες απειλές όμως δεν εντοπίζονται απλώς στο πλαίσιο ενός γενικού, εικονικού ή εικαζόμενου προβληματισμού, ούτε φυσικά τοποθετούνται στη σφαίρα των μεταφυσικών προβλέψεων. Αντίθετα, οι περιγραφόμενες απειλές εμφανίζονται να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σημερινής ανησυχητικής πραγματικότητας και να αναπτύσσονται με διαρκώς εντεινόμενους και επεκτεινόμενους ρυθμούς.
Προς επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης, μπορεί να σημειωθεί ότι οι απειλές κατά της ευρωπαϊκής κι αν θέλετε και κατά της παγκόσμιας ασφάλειας, παρουσίασαν μια πρωτοφανή έξαρση κατά τους πρώτους μήνες του 2011.
Πράγματι, ήδη στη βραχεία διάρκεια του 2011 ξέσπασαν κοινωνικές αντιδράσεις, Πολύ σύντομα πήραν τη μορφή έντονων περιφερειακών συγκρούσεων και αναταράξεων που προκάλεσαν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης, ώθησαν τους Διεθνείς Οργανισμούς στη λήψη αποφάσεων και κατέστησαν αναγκαία την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων από τους περιφερειακούς Οργανισμούς Ασφάλειας.
Ασφαλώς αναφέρομαι, όπως καταλαβαίνετε, στις συνεχιζόμενες εξελίξεις στην ευρύτερη περιφέρεια της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Το επίκεντρο των νέων απειλητικών εξελίξεων εντοπίστηκε στην αραβική περιφέρεια, όπου οι κινητοποιήσεις των τοπικών κοινωνιών πήραν τελικά τη μορφή κοινωνικών εξεγέρσεων αλλά και στρατιωτικών συγκρούσεων.
Ο κοινωνικός αναβρασμός του αραβικού κόσμου και οι στρατιωτικού χαρακτήρα αντιδράσεις των καθεστώτων μας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία και τούτο κατά την άποψή μου για τέσσερις κυρίως λόγους.
Ο πρώτος λόγος έγκειται στις αφορμές αλλά και στις αιτίες των κοινωνικών κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων στο βαθμό που δείχνει το χαρακτήρα, την ένταση αλλά και την έκταση της κρίσης. Η αραβική εξέγερση ξεκίνησε με αφορμή την αύξηση της τιμής των τροφίμων και κατά συνέπεια την επιδείνωση της ήδη υπάρχουσας εκρηκτικής οικονομικής κρίσης.
Υπενθυμίζω ότι το 60% του οικογενειακού προϋπολογισμού στις περισσότερες αραβικές κοινωνίες κατευθύνεται στην αγορά τροφίμων. Επιπλέον, οι νέοι άνθρωποι στις αραβικές χώρες μέχρι 25 χρόνων, που συχνά ξεπερνούν το 50% του ενεργού πληθυσμού, βρίσκονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα της ανεργίας που στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνά το 20%, ενώ από την άλλη πλευρά το 70% περίπου των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας στρέφεται τελικά στον τομέα της παραοικονομίας.
Δίνω ένα εκρηκτικό περίγραμμα της κοινωνικής κατάστασης που υφίστανται οι χώρες ευρύτερα της αφρικανικής ηπείρου αλλά και οι χώρες της Μέσης Ανατολής. Όχι κάποιες εξωτικές, μακριά από την Ευρώπη και από την Ελλάδα χώρες, αλλά χώρες γειτνιάζουσες, χώρες συνορεύουσες και γι' αυτό οι εξελίξεις μας ενδιαφέρουν άμεσα και ιδιαίτερα εδώ στη χώρα μας.
Η περιθωριοποίηση, η ένδεια και η αβεβαιότητα, με αφορμή την αύξηση των τιμών των τροφίμων, επανήλθαν στο προσκήνιο και αποτέλεσαν το εφαλτήριο μιας γενικευμένης αμφισβήτησης των συγκεκριμένων πολιτικών συστημάτων και καθεστώτων.
Η οικονομική κρίση και η κοινωνική περιθωριοποίηση αποδόθηκαν στην πολιτική αυταρχισμού, στην έλλειψη δημοκρατικών ελευθεριών, στην πολύχρονη παραμονή δίχως δημοκρατική εναλλαγή στην εξουσία των πολιτικών ελίτ, τις αποκαλύψεις για το μέγεθος της συσσώρευσης πλούτου και την έκταση της διαφθοράς.
Κάτω από τις κραυγαλέες αυτές αντιθέσεις γιγαντώθηκε το αίσθημα της ανατροπής των καθεστώτων της περιοχής και η ανάγκη, όπως όλοι υποστηρίζουμε, εγκαθίδρυσης δημοκρατικών καθεστώτων. Η μορφή όμως αυτή της διττής διεκδίκησης, της ανατροπής και της ανασυγκρότησης εξελίσσεται με τέτοιον τρόπο ώστε προκαλεί έντονους προβληματισμούς για την ασφάλεια και την άμυνα των χωρών που βρίσκονται στην περιφέρεια, κυρίως των χωρών της Ευρωπαϊκής Μεσογείου, κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις χώρες αυτές ασφαλώς ανήκει και η πατρίδα μας.
Οι έντονοι αυτοί προβληματισμοί, όπως σας είπα, οφείλονται στο γεγονός ότι το κύριο σώμα των εξεγερμένων στελεχώνεται από τη νέα γενιά, που αισθάνεται όχι απλώς αδικημένη, αλλά ακόμα χειρότερα χωρίς μέλλον και προοπτική.
Το αίτημα του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού μεταδίδεται, επεκτείνεται και οξύνεται με απρόβλεπτους ρυθμούς σε ολόκληρη την Περιφέρεια, κυρίως λόγω της χρήσης των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφορικής, γεγονός που δημιουργεί μια νέα δυναμική στην οργάνωση και στην κλιμάκωση των κοινωνικών εξεγέρσεων.
Η εξέλιξη των κοινωνικών, επίσης, κινητοποιήσεων και αμφισβητήσεων τείνει να πάρει χαρακτηριστικά σύγκρουσης με υφιστάμενες νοοτροπίες, κυρίαρχες δομές, αλλά και κατεστημένα τοπικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας προκύπτει από τουλάχιστον τρεις ιδιομορφίες, κατά την άποψη μου, που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη γεωγραφικά σε εμάς γειτνιάζουσα περιοχή. Κατ' αρχήν, υπενθυμίζεται ότι η αραβική περιφέρεια ταλανίζεται από την εξέλιξη σημαντικών στρατιωτικών συγκρούσεων όπως είναι το Αφγανιστάν, το Ιράκ και βεβαίως η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση.
Γενικότερα όμως στη συγκεκριμένη περιοχή καταγράφονται σημαντικές απειλές και αντιθέσεις ενδοκρατικής ή και διακρατικής εμβέλειας που δημιουργούν όπως όλοι γνωρίζουμε μια εκρηκτική κατάσταση.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό από αυτά που είπα προηγουμένως είναι, ότι η συγκεκριμένη περιφέρεια θεωρείται μια από τις πλέον υπερεξοπλισμένες περιοχές του πλανήτη, στο βαθμό που τα συγκεκριμένα καθεστώτα συσσωρεύουν τα τελευταία τουλάχιστον 40 χρόνια τεράστιες ποσότητες οπλικών συστημάτων.
Αξίζει να σημειώσω ότι το 2009 οι στρατιωτικές δαπάνες στη Βόρεια Αφρική έφτασαν στα 10 δις δολάρια, καταγράφοντας μια αύξηση περίπου της τάξεως του 7,7% σε σχέση με το 2008 και κατά 107% σε σχέση με το 2000.
Από την άλλη πλευρά, οι αντίστοιχες αμυντικές δαπάνες στις χώρες της Μέσης Ανατολής έφτασαν επίσης το 2009 στα 103 δις δολάρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 40% σε σχέση με τη χρονιά βάσης που είναι το 2000. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι μεταξύ των χωρών που αύξησαν τις αμυντικές τους δαπάνες συγκαταλέγονται το Μπαχρέιν (11%), η Ιορδανία (11%), η Συρία (8,7%), χώρες δηλαδή που αναπτύσσονται -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- ευρύτερα κοινωνικά αιτήματα αλλαγής και βεβαίως κινήματα κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης.
Όπως, όμως, έχει δείξει και η ιστορία, η υπερσυσσώρευση οπλικών συστημάτων οδηγεί ορισμένα «ανασφαλή», ας το πω έτσι, πολιτικά καθεστώτα, στη χρήση εκτεταμένης εσωτερικής βίας ή στην εξαγωγή της εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Το τελευταίο, αλλά όχι δευτερεύον χαρακτηριστικό, είναι ότι στην υπό εξέταση ευρύτερη γεωγραφική και γεωστρατηγική περιοχή βρίσκονται κάποιοι από τους σημαντικότερους παραγωγούς πετρελαίου, κάτι που σημαίνει ότι η επέκταση των εξεγέρσεων και συγκρούσεων μπορεί να συντελέσει άμεσα στην απορρύθμιση της παγκόσμιας ροής του πετρελαίου ή ακόμα χειρότερα και στη συνειδητή στοχοποίηση των αγωγών πετρελαίου, στο πλαίσιο επέκτασης της βίας και των συγκρούσεων.
Τέτοιου είδους εξελίξεις, όμως, θα επιδεινώσουν την ακόμα “εύθραυστη υγεία” της παγκόσμιας οικονομίας. Θα εκτοξεύσουν στα ύψη τις τιμές των πρώτων υλών και θα οξύνουν την κοινωνική φτώχεια στην περιφέρεια, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας έτσι τη στρατιωτική βία.
Θα πρέπει μάλιστα να αναμένεται ότι μέχρι να αποκατασταθεί η “χαμένη τιμή της πυρηνικής ενέργειας”, μετά το τραγικό ατύχημα στην Ιαπωνία, θα αυξηθεί εκ νέου και όπως αποδεικνύεται καθημερινά, η ζήτηση πετρελαίου.
Ο τρίτος, κατά την άποψη μου, λόγος ανησυχίας, πηγάζει από το γεγονός ότι οι κοινωνικές εξεγέρσεις, η εντεινόμενη χρήση βίας και η όξυνση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, δημιουργούν τις προϋποθέσεις αύξησης της ροής των μεταναστευτικών ρευμάτων από το “Νότο προς το Βορρά”.
Παράλληλα, και αυτό αποτελεί ένα “ποιοτικό στοιχείο” της απειλής, αυτού του είδους οι εξελίξεις προκαλούν μια ευρύτερη τάση ριζοσπαστισμού κάποιων κοινωνικών ομάδων, που είτε παραμένουν στη χώρα προέλευσης, είτε μετακινούνται προς τις χώρες υποδοχής στη Δύση, προσάπτοντας στις τελευταίες την κατηγορία ότι αφ' ενός παρείχαν πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη σε αυταρχικά καθεστώτα, αφ' ετέρου δε ότι προωθούσε η Δύση ένα οικονομικό μοντέλο που το θεωρούν οι πολίτες των χωρών της Μέσης Ανατολής υπεύθυνο για τη δική τους εξαθλίωση.
Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργούνται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που συντελούν στην αναζωπύρωση των περιφερειακών απειλών κατά της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας της περιοχής. Μια περιοχή, όπως είπα, στα σύνορα της Ευρώπης, δηλαδή μια περιοχή στα σύνορα της Ελλάδας.
Με δεδομένο ότι τα σύνορα της Ελλάδας, ταυτίζονται με τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., τα προβλήματα άμυνας και ασφάλειας της πατρίδας μας καθίστανται αυτομάτως προβλήματα άμυνας και ασφάλειας της ευρωπαϊκής ηπείρου και ιδιαίτερα της Ε.Ε.
Τέλος, ο τέταρτος κατά την άποψη μου λόγος ανησυχίας, προέρχεται από αυτή καθ' αυτή τη συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Λιβύη. Στα νότια δηλαδή σύνορα της Ευρώπης εφαρμόζεται μια νέα εστία απειλών κατά της ασφάλειας της Ε.Ε., ενώ παράλληλα, είναι μάλλον σε εξέλιξη, μια στρατιωτική εμφύλια σύγκρουση με κύριο θύμα τους πολίτες και τον άμαχο πληθυσμό.
Η σταδιακή αύξηση της έντασης και της έκτασης στη βία στη Λιβύη παίρνει δραματική τροπή τόσο, ασφαλώς, με τη συγκέντρωση από την πλευρά του καθεστώτος Καντάφι μισθοφόρων από την Αφρική, αλλά και εκτός Αφρικής, όσο και με τις αεροπορικές επιχειρήσεις των καθεστωτικών δυνάμεων κατά των αμάχων. Και λίγο έλειψε να καταλήξει σε ολοκληρωτική αιματοχυσία σύμφωνα και με τις απειλές του καθεστώτος Καντάφι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βεγγάζης.
Τα γεγονότα αυτά, ήταν η αιτία που ενεργοποίησαν, κινητοποίησαν την αντίδραση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος με την απόφαση 1973 έδωσε τη συγκατάθεση του, αποφάσισε, όπως τα κράτη μέλη και οι περιφερειακοί Οργανισμοί Ασφάλειας “να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο” ώστε να σταματήσουν οι επιθετικές πράξεις του καθεστώτος κατά των εξεγερμένων και έτσι να προστατευτούν οι πολίτες.
Ασφαλώς, σε αυτή την απόφαση συνέβαλαν καθοριστικά και τα μόνιμα μέλη, η πλειοψηφία των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αλλά και τα κράτη μέλη του Αραβικού Συνδέσμου και της Αφρικανικής Ένωσης.
Συνεπώς, αν και η προσφυγή στη στρατιωτική δράση στην περίπτωση της Λιβύης εμφανιζόταν ως έσχατη λύση για την αποτροπή της ανθρωπιστικής κρίσης και άρα ως νόμιμη και νομιμοποιημένη, εντούτοις η υλοποίησή της παρουσίασε πλήθος προβλημάτων και σοβαρών θεσμικών πολιτικών και στρατηγικών αδυναμιών στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και ασφαλώς στο πλαίσιο της Ε.Ε.
Αν και τελικά η Ατλαντική Συμμαχία, δυναμικό και ισότιμο μέρος της οποίας αποτελεί η Ελλάδα, ανέλαβε τη διοίκηση και τον έλεγχο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, θα ήταν λάθος πολιτικά να μην επισημάνουμε ή να μην αναφερθούμε στις σημαντικές αρρυθμίες της Ατλαντικής Συμμαχίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι πολύ πρόσφατα τον Νοέμβριο του 2010, επικυρώθηκε στη Λισαβόνα το νέο στρατηγικό δόγμα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Ασφαλώς, τα ίδια προβλήματα οφείλουμε να επισημάνουμε και για την Ε.Ε. και την αμηχανία της που επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά το σοβαρό στρατηγικό έλλειμμα, το οποίο οφείλουμε, με πρωτοβουλίες στον ευρωπαϊκό χώρο, να καλύψουμε.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο και πρέπει αυτό να μας προβληματίσει, μόλις πρόσφατα τη Δευτέρα η έγκυρη αμερικανική εφημερίδα «Washington Post» έθετε το μάλλον υπαρξιακού χαρακτήρα ερώτημα, εάν η Επιχείρηση της Ατλαντικής Συμμαχίας στη Λιβύη θα σημάνει, λόγω προβλημάτων και εσωτερικών –όπως είπα- αστοχιών, το τέλος του ΝΑΤΟ.
Το θέμα της δυσαρμονίας, της θεωρητικής προσέγγισης των πολιτικών της ασφάλειας και της πρακτικής τους εφαρμογής καθιστά όλο και περισσότερο εμφανές αυτό που ονόμασα στρατηγικό έλλειμμα της Δυτικής Συμμαχίας στη διπλή της έκφραση: ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θέλω τώρα να αναφερθώ ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Να δούμε πως συνδέονται διαλεκτικά τα θέματα άμυνας και ασφάλειας, πώς εξελικτικά περνούμε από τα ζητήματα άμυνας στον ευρύτερο χώρο και όχι μόνο θεωρητικό κυρίως όμως στρατηγικό, το χώρο της ασφάλειας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτή την απουσία διαλεκτικής θέσης ασφάλειας και άμυνας θέλει να εντοπίσει και ενδεχομένως να καλύψει η Ευρωπαϊκή Ένωση με μια πρόσφατη μελέτη – ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τον τίτλο: «Ευρωπαϊκή Ατζέντα για την έρευνα και την καινοτομία στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας» όπου επισημαίνεται χαρακτηριστικά και το τονίζω, ότι “η προστασία των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων και η πολιτική διαχείριση κρίσεων έχουν αποκτήσει μεγάλη σημασία στην καθημερινή μας ζωή”.
Τονίζεται μάλιστα στην ίδια μελέτη, ότι “όλες οι λύσεις ασφαλείας πρέπει να βασίζονται στις ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, στις θεμελιώδεις ηθικές αρχές και στις νομικές απαιτήσεις που εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας στους τομείς άμυνας και ασφάλειας”.
Η τελευταία αυτή μάλιστα προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική, στο βαθμό που εγείρει τρία κεντρικά και όχι μόνο θεωρητικά κατ’ εξοχήν πολιτικά και επιχειρησιακά ζητήματα.
Πρώτο ζήτημα, είναι το ζήτημα που συνδέει το θέμα της ασφάλειας με την προαγωγή της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας, όπως αυτά διαπλέκονται στο πεδίο αυτού που μπορεί να ονομαστεί “βιομηχανία της ασφάλειας”.
Το κείμενο της Επιτροπής διαπιστώνει, ότι η βιομηχανία της ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με εκτιμώμενη αγοραία αξία το 2008 μεταξύ 26 και 36 δισεκατομμυρίων ευρώ, αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό με εργατικό δυναμικό υψηλής εργατοτεχνικής εξειδίκευσης, καθώς και με υψηλή περιεκτικότητα, συμπύκνωση θα το έλεγα με οικονομικούς όρους, έρευνας και ανάπτυξης.
Καθίσταται, λοιπόν, κατ’ αυτό τον τρόπο αναγκαία η επιδίωξη μιας ισχυρής και ανεξάρτητης τεχνολογικής και επιστημονικής βάσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα και για τη χώρα μας, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των πολιτών και την εξασφάλιση, ότι οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες μπορούν να παράξουν προϊόντα και υπηρεσίες με ανταγωνιστικό τρόπο.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη – μέλη επιδιώκουν να αποκτήσουν ηγετικό ρόλο στην αγορά ασφάλειας, αξιοποιώντας τα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν τόσο συνολικά, όσο και η κάθε χώρα στο εθνικό επίπεδο.
Το δεύτερο ζήτημα, κατά την άποψή μου, παραπέμπει στην ενίσχυση των συνεργιών μεταξύ των πολιτικών και των αμυντικών τεχνολογιών, τεχνολογιών διττής χρήσης, πολιτικής και αμυντικής. Η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ των αμυντικών τεχνολογιών και των τεχνολογιών ασφάλειας είναι ιδιαίτερα προφανής στον κλάδο της έρευνας και της ανάπτυξης καθώς οι τεχνολογίες καταγράφουν δυνατότητες ανάπτυξης και στους δύο αυτούς τομείς.
Και αυτό στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεργασίας με τους ευρωπαϊσμούς θεσμούς και ιδίως με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας τη λειτουργία, τις αξίες και τη σημασία του οποίου είμαι βέβαιος ότι πολλοί από εσάς γνωρίζετε καλά, λόγω της καθημερινής σας συνεργασίας.
Τέλος, το τρίτο ζήτημα αναφέρεται σε ένα θεμελιώδες θέμα, όπως είναι αυτό της ενίσχυσης της νομικής, δεοντολογικής και ηθικής διάστασης. Το ένα ζήτημα είναι αυτό ασφαλώς που όλοι καταλαβαίνουμε, της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.
Υπάρχει, όμως και το δεύτερο θέμα, στο οποίο θέλω ιδιαίτερα να αναφερθώ. Είναι το ζήτημα που τέθηκε και είναι στην επικαιρότητα με αφορμή την κρίση στη Λιβύη, κατά πόσο δηλαδή είναι σύμφυτο με το θέμα της ασφάλειας το εμπόριο οπλικών συστημάτων με χώρες που αν και είναι ενταγμένες στο διεθνές σύστημα ασφαλείας, εν τούτοις έχουν αυταρχικά και αντιδημοκρατικά καθεστώτα.
Το ερώτημα, δεν είναι ρητορικό, αλλά απόλυτα ρεαλιστικό και μάλιστα συνδέεται, όπως σας είπα, με την επίκαιρη περίπτωση της Λιβύης, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι μετά το 2003 και την επανένταξη της Λιβύης στη διεθνή κοινότητα υπήρξε μια κούρσα εξοπλισμών, μια κούρσα ανταγωνισμού μεταξύ πολλών ευρωπαϊκών χωρών, για πώληση εξοπλιστικών προγραμμάτων και όπλων στην Λιβύη πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Θα πρέπει, συνεπώς, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η γενικότερη οικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με την κρίση που βιώνει η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία -και εδώ το γνωρίζουμε ασφαλώς όλοι- καταγράφονται μεγάλες απώλειες σε μεγάλες ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες, λόγω της ευρύτερης κρίσης αρκετά χρόνια τώρα. Συντελούν και στην παράκαμψη των όρων, πολιτικής και ηθικής δεοντολογίας που θα πρέπει να χαρακτηρίζει την πολιτική μας, την συλλογική ευρωπαϊκή, αλλά και την εθνική πολιτική εξαγωγών οπλικών συστημάτων σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα.
Λαμβάνοντας, υπόψη τις παραπάνω επισημάνσεις, έρχομαι ιδιαίτερα και πιο σύντομα να εξειδικεύσω όλα αυτά ή τα μεταφέρω στα καθ’ ημάς, δηλαδή στην αμυντική πολιτική και πολιτική ασφάλειας που ακολουθεί η χώρα μας και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Κυβέρνησή μας.
Η χώρα μας, παρά τις νέες οικονομικές συνθήκες που έχει επιβάλει η διεθνής και ευρωπαϊκή κρίση, αλλά και η κρίση στο εσωτερικό, οργανώνει τον τομέα ασφάλειας και άμυνας με τρόπο ώστε, αυτός να καθίσταται εθνικά αποδοτικός και αποτελεσματικός μέσα από μια συντονισμένη προσπάθεια εξορθολογισμού των αμυντικών προϋπολογισμών.
Πράγματι, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που τίθενται επιτακτικά πλέον και συνδέονται με την επιβίωση της χώρας μας καθώς και η ανάγκη προώθησης δομικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου η Ελλάδα να τεθεί εκ νέου σε αναπτυξιακή τροχιά, επιβάλουν μια διαφορετική πολιτική στο πεδίο διάρθρωσης της αμυντικής δομής και εφαρμογής της αντίστοιχης στρατηγικής.
Ενδιαφερόμαστε για την εφαρμογή μιας αμυντικής πολιτικής που θα ελαχιστοποιεί το οικονομικό κόστος και θα μεγιστοποιεί την αμυντική πολιτική αποτροπής και ισχύος της χώρας μας.
Στο πλαίσιο αυτό, το οποίο δεν είναι θεωρητικό, ήδη η Κυβέρνησή μας και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αποφάσισαν και το νέο 15ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, αλλά και βεβαίως αποφασίσαμε για την οροφή του αμυντικού μας προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο του σχεδιαζόμενου τριετούς δημοσιονομικού προγράμματος.
Παράλληλα, στους στρατηγικούς μας στόχους είναι και η μετατροπή των αμυντικών δαπανών από δημοσιονομικό, όπως εξελίχθηκε για πάρα πολλά χρόνια τουλάχιστον μετά την μεταπολίτευση βάρος, σε αναπτυξιακό παράγοντα, προωθώντας την αμυντική εγχώρια παραγωγή. Αναπτύσσοντας την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία της στρατιωτικής τεχνολογίας, ενεργοποιώντας τις ανάλογες συνεργασίες με τον ισχυρό και δυναμικό ιδιωτικό τομέα των αμυντικών βιομηχανιών, τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλες σημαντικές μεγάλες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και τα εθνικά και ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά κέντρα έρευνας.
Είναι προφανές ότι επειδή η χώρα αντιμετωπίζει άμεσες απειλές και έντονους κινδύνους, γι’ αυτό και οφείλει να αναπτύξει όλους εκείνους τους παράγοντες και να εφαρμόσει τις αναγκαίες πολιτικές που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία του ελληνικού λαού για τα επόμενα χρόνια.
Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνω ότι υπάρχουν πέντε κεντρικοί τομείς δραστηριοτήτων που μπορούν να ενισχύσουν και να διασφαλίσουν τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας, τελικά την εθνική μας στρατηγική για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, της εθνικής ακεραιότητας, της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.
Το πρώτο είναι η μεγάλη πρόκληση την οποία όλοι συζητούμε και στην οποία πρέπει δυναμικά και αποτελεσματικά να ανταποκριθούμε, η πρόκληση της οικονομικής ανάπτυξης. Η οικονομία σήμερα αποτελεί έναν απ’ τους σημαντικότερους παράγοντες ισχύος. Εμφανίζεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής κυριαρχίας και ο πιο σημαντικός παράγοντας αναβάθμισης της χώρας μας στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού ισχύος και εργασίας.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι η ανεξαρτησία μιας χώρας, δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από τα μέσα και τους μηχανισμούς άμυνας, αν παράλληλα δε συνοδεύεται από μια εύρωστη οικονομία, μια ευνομούμενη πολιτεία, έναν υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής, πρόνοιας και αλληλεγγύης. Και φυσικά από ένα υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας των δημοκρατικών της θεσμών.
Από την άλλη πλευρά, η οικονομική κρίση εμφανίζεται να ασκεί σοβαρές πιέσεις στους μηχανισμούς ασφάλειας, στην αμυντική μας ισχύ, αλλά και στην άσκηση της ίδιας της εθνικής μας κυριαρχίας. Συνεπώς, η οικονομική και δημοσιονομική κρίση οδήγησε την Κυβέρνησή μας να αναλάβει πρωτοβουλίες, με στόχο την οικονομική ανασυγκρότηση και την εθνική ανάταξη, με στόχο τη στήριξη της εφαρμογής τολμηρών και ολοκληρωμένων μεταρρυθμίσεων, με στόχο την προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, το οποίο θα στηρίζεται στους εξής άξονες.
Στην αναδιάταξη της κρατικής δομής, με στόχο τη δημιουργία ενός ευέλικτου, αποτελεσματικού και αποδοτικού κρατικού τομέα, που θα αποτελέσει έναν παράγοντα στήριξης στρατηγικών επιλογών, που θα προάγουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, την προώθηση της κοινωνίας της γνώσης, τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό, την ανάδειξη ως αναπτυξιακού μοντέλου της πράσινης οικονομίας.
Στη στενή δημιουργική συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, του κράτους και των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο προώθησης επενδυτικών δράσεων και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, με επίκεντρο την τεχνολογική αναβάθμιση και με στόχο την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Στον εκσυγχρονισμό της επιχειρηματικής δράσης και στην ανάδειξη της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Στη διασφάλιση της κοινωνικής πρόνοιας, αλληλεγγύης, με τελικό στόχο την εμπέδωση της ειρήνης, την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας στους Έλληνες πολίτες.
Ο δεύτερος άξονας είναι η κατάκτηση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή της τεχνολογικής και επιστημονικής γνώσης προσδιορίζουν έναν ακόμα παράγοντα ισχύος. Πράγματι, στο βαθμό που το επίκεντρο των παγκόσμιων δομικών αλλαγών συντελείται σήμερα στο πεδίο της παραγωγής και αναπαραγωγής της τεχνολογικής, της επιστημονικής γνώσης και καινοτομίας, είναι φανερό ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν όλοι εκείνοι οι τομείς της γνώσης, το εκπαιδευτικό σύστημα, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η έρευνα, η ανάπτυξη, η καινοτομία, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κεντρικούς πυλώνες μιας νέας αναπτυξιακής αντίληψης και οικονομικής στρατηγικής και να προσδιορίσουν μια νέα εθνική προοπτική.
Όπως είναι φανερό, οι τεχνολογικές καινοτομίες συντελούν άμεσα και καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη, με παραγωγικές επενδύσεις, με την αύξηση της ζήτησης, με την προώθηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, στη βάση της τεχνολογικής παραγωγικότητας, με τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, τελικά με την αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού.
Και όλα αυτά, με στόχο στην ενεργότερη συμμετοχή της χώρας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής και στρατηγικής ασφάλειας και άμυνας, για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, κρίσεων και απειλών που γνωρίζει η ευρύτερη περιφέρειά μας.
Το τρίτο είναι η αμυντική ισχύς. Η αμυντική μας θωράκιση εμφανίζεται ως άμεση συνάρτηση τριών παραγόντων, της οικονομικής μας ευρωστίας, της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, για την οποία σας μίλησα και κυρίως κατά την άποψή μου της κοινωνικής συναίνεσης. Με την έννοια ότι οι πολίτες θα πρέπει να κατανοήσουν την αναγκαιότητα προώθησης της αμυντικής στρατηγικής και να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος των κινδύνων και των απειλών που αντιμετωπίζει η χώρα, στο βαθμό που είναι ακριβώς αυτή η σχέση εμπιστοσύνης που μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες ως στρατεύσιμους, ως πολιτικό προσωπικό του αμυντικού τομέα, ως ένστολα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ή ως εργαζόμενους στις αμυντικές βιομηχανίες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι και ο αμυντικός τομέας μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να συντελέσει άμεσα, δυναμικά και εποικοδομητικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αυτός είναι ο στρατηγικός μας στόχος και προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τις δυσκολίες της συγκυρίας, εργαζόμαστε και ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Στόχος μας, με άλλα λόγια, είναι να δημιουργήσουμε τις βάσεις για μια καινοτόμο άμυνα, για μια ριζοσπαστικά διαφορετική άμυνα, που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις ανάγκες του 21ου αιώνα.
Ο τέταρτος άξονάς μας είναι η προώθηση της πράσινης ανάπτυξης, όπου όπως είναι γνωστό η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια εξελισσόμενη απειλή, την απειλή της κλιματολογικής αλλαγής. Είναι ακριβώς αυτές οι κλιματικές και περιβαλλοντικές κρίσεις που συντελούν στην ανάδειξη περιφερειακών εντάσεων, αλλά και στην εμφάνιση μιας έντονης ανασφάλειας στις αναπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης.
Οι νέες αυτές απειλές, προφανώς, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την πατρίδα μας, η οποία οφείλει να τις αντιμετωπίσει με δυναμικές, αξιόπιστες και αποτελεσματικές προσαρμογές της στρατηγικής της. Η στρατηγική άμυνας και ασφάλειας θα πρέπει να επιδιώκει: την προστασία και κυρίως την αναβάθμιση του περιβάλλοντος, καθώς και την περαιτέρω αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, μέσω της αναπροσαρμογής των επιχειρησιακών δράσεων και των καθημερινών πρακτικών. Αναφέρομαι, κυρίως, στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Την ενημέρωση και δραστηριοποίηση του πολυάριθμου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και την περιβαλλοντικά ορθολογική διαχείριση των μέσων και των μηχανισμών του στρατού, αποβλέποντας στην εξοικονόμηση της ενέργειας, στην προστασία της βιοποικιλότητας, στη μείωση της εκπομπής των αερίων.
Την εξοικονόμηση πολύτιμων οικονομικών πόρων, την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της εθνικής ασφάλειας, τον επιχειρησιακό εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων μέσω της αξιοποίησης της νέας πράσινης τεχνολογίας.
Τέλος, ο πέμπτος άξονας είναι η στενή και εποικοδομητική συνεργασία με όλους τους εταίρους μας, με τους ευρωατλαντικούς μας εταίρους, σε ισότιμη βάση.
Η ανάπτυξη των εσωτερικών εθνικών παραγόντων ισχύος, δηλαδή της οικονομίας, της γνώσης και της άμυνας, είναι δυνατόν να καταστεί ο καταλύτης που θα προσδιορίσει την αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας αλλά και δυναμικότερη συμμετοχή της στους διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η ανάπτυξη των ισότιμων σχέσεων με τους Ευρωατλαντικούς μας εταίρους περνά μέσα από την ανασυγκρότηση στο εσωτερικό, μέσα από την πλήρη αξιοποίηση των εσωτερικών συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων σε όλους τους τομείς.
Όπως ήδη, μάλιστα, επισημάνθηκε, αφού οι απειλές, οι εντάσεις και οι κρίσεις έχουν σήμερα περιφερειακή ή και παγκόσμια εμβέλεια, τότε και οι μέθοδοι ανατροπής τους δεν μπορεί παρά να στηρίζονται σε ανάλογες εταιρικές σχέσεις, συμμαχίες, δράσεις και ευρωπαϊκές και διεθνείς στρατηγικές.
Οι χώρες που αναπτύσσουν με αξιόπιστο τρόπο τους εθνικούς παράγοντες ισχύος και επιδεικνύουν ενεργό και εποικοδομητική συμμετοχή στους διεθνείς και περιφερειακούς Οργανισμούς, περιφρουρούν αποτελεσματικότερα την εθνική τους προοπτική, και αυτό κάνει και η χώρα μας και σ’ αυτό πιστεύω ότι συμβάλλουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της πατρίδας μας.
Τα μέσα, οι μηχανισμοί και οι μέθοδοι προώθησης των πολιτικών ασφάλειας και άμυνας έχουν μεταβληθεί σήμερα ριζικά λόγω και των δραματικών πολυεπίπεδων αναταράξεων που σηματοδότησε η μεταψυχροπολεμική περίοδος.
Από μας, από όλες τις πολιτικές παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, εξαρτάται αν ο υφιστάμενος προβληματισμός που προκαλούν οι συγκεκριμένες ανατροπές, θα καταστεί αφορμή για ένα νέο ξεκίνημα.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω, ότι η Κυβέρνησή μας ως υπεύθυνη κυβέρνηση του τόπου αντιλαμβάνεται, και αντιλαμβανόμαστε πλήρως το μέγεθος των κινδύνων και των προκλήσεων και επιδιώκουμε και θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε να μετατρέπουμε τη σημερινή δύσκολη συγκυρία σε βιώσιμη αφετηρία για την εθνική αναγέννηση της πατρίδας μας, για τη συλλογική και την ατομική πρόοδο του ελληνικού λαού.
Σας ευχαριστώ πολύ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου