Γεώργιος Ανδ. Μούρτος
Στη χώρα μας έχουμε πλέον εθιστεί στις οδυνηρές εκπλήξεις κάθε μορφής, καθότι έχουν γίνει συνήθειες ρουτίνας. Εφησυχάζουμε, για παράδειγμα, στις ρητορικές διαβεβαιώσεις των υπευθύνων ότι γίνεται το καλύτερο δυνατό στα εθνικά ζητήματα, όταν οι ίδιοι υπεύθυνοι αδυνατούν να είναι αποτελεσματικοί σε θέματα καθημερινότητας, όπως να ευπρεπίσουν τις πόλεις μας και να καθαρίσουν τους δρόμους της. Ομιλούμε για την εποχή της γνώσης, αλλά εμμένουμε στη διατήρηση παρωχημένων εκπαιδευτικών δομών –των σχολών των ενόπλων δυνάμεων μη εξαιρουμένων. Υμνολογούμε επετειακά τους εθνικούς μας ήρωες, όταν βαρυνόμαστε με τη φυλάκισή τους. Θρηνολογούμε το χαμό άξιων τέκνων του έθνους, όταν ενοχοποιούμαστε για τον διασυρμό και την απαξίωσή τους. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος, τον οποίο τραυματίσαμε θανάσιμα με συκοφαντίες και λίβελους, πριν τον στείλουμε ταπεινωμένο σπίτι του, επειδή τόλμησε να προτάξει λόγον εθνικής αξιοπρέπειαςΕξηγούμαι: οι αναφορές μου δεν εστιάζονται σε πρόσωπα, φορείς και κυβερνήσεις, αλλά σε μια βαθιά ριζωμένη νοοτροπία που διαπότισε ολόκληρο τον εθνικό κορμό και μας καθιστά αν-ορθόδοξους στην κρίση και την συμπεριφορά.
Τα αίτια της αν-ορθοδοξίας
Τα αίτια αυτής της αν-ορθόδοξης συμπεριφοράς που περιγράφω είναι, κατά την άποψή μου, τα εξής:
Πρώτον: Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει την συλλογική εικόνα μέσα μας, την εθνική μας ιδιοπροσωπία, ώστε αυτή να γίνεται καταληπτή και από τους τρίτους. Δηλαδή, δεν έχουμε ξεκαθαρίσει «ποιοι είμαστε», ποια είναι η ταυτότητά μας ή, όπως θα έλεγαν οι λόγιοι του 19ου αιώνα, ποιος είναι ο «αληθώς ελληνικός χαρακτήρας», γι΄ αυτό και μειονεκτούμε σοβαρά στη χάραξη εθνικής πορείας. Αυτή η μειονεξία είναι εγγενής, καθότι υφίσταται από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Τρεις είναι οι κυρίαρχες και αποκλίνουσες, ως προς τη συλλογική μας ταυτότητα, τάσεις, τις οποίες και απαριθμώ: Η Κοραϊκή, η αποκαλούμενη και δυτικότροπη, η οποία προσπάθησε να γεφυρώσει την αρχαιοελληνική με τη νεοελληνική ταυτότητα, εξοβελίζοντας τη βυζαντινή ως ανθελληνική και βάρβαρη. Η Παπαρρηγοπουλική ή, άλλως, ελληνοχριστιανική που προβάλει τη συνέχεια του Ελληνισμού· στηρίζεται δηλαδή στη σύνθεση της αρχαιοελληνικής, της βυζαντινής και της νεοελληνικής ταυτότητας. Η «εκσυγχρονιστική» ή εθνομειοδοτική που αποτελεί την κυρίαρχη τάση της ύστερης μεταπολίτευσης και συνδυάζει το διεθνιστικό –θεωρώντας το έθνος μύθευμα- με μια νευρωτική απέχθεια προς ό,τι θυμίζει ελληνικότητα, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως τόσο το αρχαιοελληνικό όσο και, κυρίως, το βυζαντινό πόλο του ελληνισμού.
Δεύτερον: Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, οδηγούμαστε στη δεύτερη αιτία της αν-ορθόδοξης νεοελληνικής συμπεριφοράς, την οποία συνοψίζω ως εξής. Το νεοελληνικό κράτος, από της ιδρύσεώς του, στερείται στέρεων βάσεων, οι οποίες θα άντεχαν το βαρύ φορτίο του ελληνισμού. Γι΄ αυτό αναζητούμε με τόση ευκολία καταφύγιο σε δάνεια πολιτικά και πολιτισμικά σχήματα, όπως το δυτικό και πρωθύστερα αυτού το οθωμανικό. Συνέπεια τούτου είναι να στερούμαστε ταυτότητας, να πιθηκίζουμε με μηρυκαστική βουλιμία το ξενικό, να μηδενίζουμε καθετί ελληνικό. Με άλλα λόγια, αφελληνιζόμαστε οικεία βουλήσει.
Άραγε ποιες είναι οι γενεσιουργές αιτίες αυτού του ιδιότυπου αφελληνισμού; Το ερώτημα θα απαντηθεί με βάση μια αδιάψευστη, που δεν είναι πλέον και αυτονόητη, διαπίστωση. Το διαχρονικό γνώρισμα του Ελληνισμού είναι η θάλασσα που του προσέδωσε δυναμισμό και εξωστρέφεια στους προσανατολισμούς του και τον κατέστησε οικουμενικό. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η επταετία των συνταγματαρχών με το ανεκδιήγητο «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών» και η μεταπολιτευτική περίοδος κατά την οποία ο Ελληνισμός περιχαρακώθηκε στη βαλκανική του ενδοχώρα, με συνέπεια να αναπτυχθούν ιδεοληπτικές εμμονές εσωστρέφειας και συστολής. Οι εν λόγω εμμονές ενεργοποίησαν έναν πρωτόγνωρο ανταγωνισμό μεταξύ των Ελλήνων να γίνουν μικροί, παρότι το βάρος της κληρονομιάς τους θέλει μεγάλους.
Για να αποδώσω με σαφήνεια την πραγματική διάσταση του ελληνισμού στη διαχρονία του καταφεύγω σ΄ ένα επίλεκτο μέλος του, τον Ισπανό ελληνιστή καθηγητή Πέδρο Ολάγια, ο οποίος τον εξισώνει με την οικουμενικότητα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα χωρίς τον Αλέξανδρο, πιθανότατα δεν θα είχε γίνει ποτέ «ελληνισμός». Και τούτο, διότι δεν θα είχε φτάσει ποτέ στην οικουμενικότητα. Δηλαδή, δια του μακεδονικού ελληνισμού το ελληνικό στοιχείο γίνεται κτήμα του κόσμου όλου, καθότι γίνεται το επαναστατικό άλμα: από την τοπικότητα (πόλις-κράτος) στην οικουμενικότητα με την εξής χρονολογική σειρά: Πρώτ΄ απ΄ όλα η ελληνιστική Οικουμένη· ακολουθεί η ελληνορωμαϊκή, για να την διαδεχθεί η χριστιανική μέχρι την έλευση της Αναγέννησης που δημιούργησε την Οικουμένη του ουμανισμού πάνω στην πνευματική βάση της Ελλάδας, η οποία επηρέασε βαθύτατα τον δυτικό πολιτισμό.
Φαίνεται πως το νεοελληνικό κράτος, ως κάλπικο δάνειο από την Εσπερία και παντελώς ξένο προς τις ιδιαίτερες ανάγκες, την ιδιοσυγκρασία και τους ιστορικούς εθισμούς της κοινοτικής αυτο-οργάνωσης και αυτοδιαχείρισης των Ελλήνων, δεν μπορεί να διαχειριστεί το βάρος της κληρονομιάς του ελληνισμού. Γι΄ αυτό έπαψε, εν τη γενέσει του, να αποπνέει την αριστοκρατική αύρα του κληρονόμου μιας οικουμενικής και πανανθρώπινης παράδοσης. Έτσι, οδηγηθήκαμε ως Νεοέλληνες σε μια μοιραία πορεία: από μεγάλοι και οικουμενικοί γίναμε μικροί, εσωστρεφείς, φοβικοί και μηρυκαστικοί με συνέπεια να θεωρούμε φυσιολογική την υποτακτικότητα μας στους Δυτικούς και να αποδεχόμαστε σχεδόν μοιρολατρικά τη μειονεξία μας έναντι όσων συμπεριφέρονται ως περιφερειάρχες –οι Τούρκοι- ή να αντιμετωπίζουμε κατευναστικά και φοβικά εκείνους που διαπνέονται από αθεράπευτους μεγαλοϊδεατισμούς –όλοι οι γείτονές μας.
Τρίτον: Η δημιουργία του ελληνικού κράτους ως φωτοτυπική απεικόνιση του ξένου και άγνωστου για την ελληνική εμπειρία δυτικού προτύπου, γέννησε τη νεο-ελληνική μειονεξία που δεν θεραπεύτηκε, ούτε καν μετριάστηκε με την ένταξή μας στην Ε.Ε., που μεταπολιτευτικά τυγχάνει της γενικής σχεδόν αποδοχής. Και τούτο, διότι στο ευρωπαϊκό μεγα-οικοδόμημα καταλάβαμε οικεία βούληση μια γωνιά ως ξένοι, συνεσταλμένοι και εντονότατα συμπλεγματικοί. Επιπλέον, ο «ευρωπαϊσμός» δεν πρόσθεσε κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό στην ισχύ της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της, διότι, ως «Ευρωπαίοι» δεν υιοθετήσαμε απολύτως τίποτε το ευρωπαϊκό, πέραν των «πακέτων» και αυτά με ακόρεστη βουλιμία προσωπικής ιδιοποίησής τους. Επίσης, ο ευρωπαϊσμός μας ταυτίστηκε με τον άκρατο ευδαιμονισμό, που συνοδεύει την χρόνια παρακμιακή πορεία του Ελληνισμού. Μια καθοδική πορεία που όχι μόνο φαίνεται να μην έχει τελειωμό, αλλά είναι και εκτός ελέγχου λόγω συνηθειών και πρακτικών που χαρακτηρίζουν την νεοελληνική πραγματικότητα, η οποία διαμορφώνεται μέσα από ένα ανεξέλεγκτο πλέον φαυλοκρατικό σύστημα.
Για του λόγου το αληθές, θα προβώ σε μια δειγματοληπτική συγκριτική αναφορά μεταξύ του ευρωπαϊκού προτύπου από τη μια πλευρά και του ελληνικού κακέκτυπου από την άλλη:
· αξιοσύνη - μετριοκρατία
δημοψηφισματική δημοκρατία – μεταρρυθμιστική, νομοκρατική δημοκρατία (δηλ. άνωθεν επιβολή)
ποιότητα ζωής, εθνική παράδοση - καταστροφομανία, κακογουστιά, αυθαιρεσία
αποκέντρωση - συγκέντρωση/αθηναιοκεντρισμός
εθνικοποίηση, πατριωτισμός - απο-εθνικοποίηση, διεθνισμός, εθνομειοδοτισμός
παραγωγή γνώσης – παραγωγή θεσιθήρων
πρωτογενής δραστηριότητα (πρωτοβουλία, εφεύρεση, παραγωγή, επιβράβευση ικανότητας, κοινωνική ευαισθησία) – μεταπρατική παθητικότητα (μιμητισμός, αναξιοκρατία, φαυλότητα, οικογενειοκρατία, αδηφαγία των εχόντων και κατεχόντων).
Τέταρτον: Εξίσου σημαντικό με τα προηγούμενα αίτια της αν-ορθόδοξης νεοελληνικής νοοτροπίας είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση που εκδηλώνεται με πρακτικές αποδυνάμωσης, συχνά και ακύρωσης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων: κλασική γραμματεία (πρώτο «θύμα» η γλώσσα) – Ορθοδοξία – ναυτική παράδοση. Κοινό γνώρισμα των τριών είναι η εξωστρέφεια, η οικουμενικότητα. Η υποβάθμιση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων έχει ως συνέπεια την υιοθέτηση ιδεοληψιών του τύπου «το θέλουν οι Μεγάλοι», η «Κύπρος είναι μακριά», «είμαστε μικρή χώρα» ή «χώρα status quo», απαξιώνοντας την «αριστοκρατική» μας καταγωγή και παραβλέποντας την αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης σ΄ έναν ωκεανό αναθεωρητισμού και μεγαλοϊδεατισμού, όπου οι άτολμοι χάνουν και καθίστανται μικροί και αμελητέοι. Και όλα αυτά θεωρούνται φυσιολογικά επειδή έχουμε αναγάγει ως κυρίαρχη «στρατηγική κουλτούρα» την υποχωρητικότητα και τη φοβία. Υπερβολές θα πούνε μερικοί. Γι΄ αυτό, προτείνω να υποβληθούμε σε μια διαδικασία αυτοελέγχου, επιχειρώντας την ανίχνευση και την καταγραφή της πορείας των λεγόμενων εθνικών μας θεμάτων. Πώς, δηλαδή, ξεκινήσαμε πριν αυτοανακηρυχθούμε ισχυροί και Ευρωπαίοι και πού καταλήξαμε σήμερα που, μετά περισσής αυταρέσκειας, θεωρούμε τους εαυτούς μας ισότιμους εταίρους στην ΕΕ:
Ελληνοτουρκικά (από τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου στην πλήρη αμφισβήτησή του),
Ίμβρος-Τένεδος (από την προβλεπόμενη αυτοδιοίκηση του ελληνικού στοιχείου, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης, στον πλήρη εκτουρκισμό τους),
Θρακικό-μειονοτικό (από την πλήρη στην «γκρίζα» εθνική κυριαρχία και στον πλήρη εκτουρκισμό της μειονότητας),
Μακεδονικό (από αστεία για την Αθήνα υπόθεση, το σκοπιανό υβρίδιο επέβαλε de facto στην ευρωενωσιακή και ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα τη μοιρασιά στην ιστορική ονομασία της Μακεδονίας μας που η αθηναιοκεντρική ελίτ την δικαιολογεί με τον ισχυρισμό της μόνης «ρεαλιστικής» επιλογής),
Κυπριακό (από αμιγώς ελληνική υπόθεση, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης, σε ελληνοτουρκική διαφορά, σε δικοινοτικό ζήτημα και, τελικά, στην αποδοχή ισότιμης κυριαρχίας των δύο σύνοικων στοιχείων. Η πορεία αυτή αποτυπώνεται και στις πολιτικές των ξένων: από το Σχέδιο Άτσεσον που ελληνοποιούσε το νησί, στο Σχέδιο Ανάν που το τουρκοποιούσε).
Η στρατηγική κουλτούρα της υποχώρησης
Η στρατηγική κουλτούρα της φοβίας και υποχωρητικότητας που περιγράφω γέννησε την ειρηνολαγνεία. Προσοχή! Ειρηνολαγνεία δια της δαιμονοποίησης του πολέμου ως του απόλυτου κακού και όχι της επίθεσης και του αλυτρωτισμού που είναι τα γενεσιουργά αίτιά του. Η ερμηνεία αυτής της ελληνικής παραδοξότητας είναι τελικά απλή· όσο μια χώρα βρίσκεται σε κάμψη και χάνει την αυτοεκτίμησή της, τόσο επικαλείται την ειρήνη. Η ιστορία αυτό διδάσκει και στα διδάγματά της καταφεύγω. Οι Αθηναίοι λάτρευαν την πολιούχο της πόλεώς τους Αθηνά με τα προσωνύμια Νίκη και Πρόμαχο, και την απεικόνιζαν με πολεμική αμφίεση (δόρυ και ασπίδα) όσο καιρό αισθάνονταν ισχυροί και δυνατοί. Εξάλλου, ο Χρυσούς Αιών έγινε πραγματικότητα όχι με ειρηνολαγνικές επικλήσεις, αλλά διότι στηρίχθηκε στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που πρόταξε τα στοιχεία της γενναιότητας και της στρατιωτικής μεταρρύθμισης με τη δημιουργία της αθηναϊκής φάλαγγας.
Το αθηναϊκό παράδειγμα έχει υιοθετηθεί πλήρως σήμερα από κάθε προηγμένη χώρα, η οποία θεωρεί ως προϋπόθεση της προόδου και της ανάπτυξης την «ιεραρχία», την «τάξη», το στρατιωτικό και όχι ειρηνολαγνικό στοιχείο, διότι αποδέχεται την διαχρονική αρχή: εάν επιθυμείς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ελβετία, αλλά και όλες ανεξαιρέτως οι προηγμένες και αναλόγου μεγέθους χώρες. Το δίδαγμα που βγαίνει από την επισήμανση αυτή είναι ότι η στρατιωτική ισχύς είναι ο καθρέφτης της συνολικής ισχύος μιας χώρας, γι΄ αυτό καμία χώρα στην μακρόχρονη ιστορία της ανθρωπότητας δεν ανέπτυξε αξιόλογο πολιτισμό χωρίς στρατιωτική ισχύ.
Βεβαίως, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος, που παραδόξως επιβεβαιώνει και αυτή τα προαναφερόμενα. Όσο, δηλαδή, η ισχύς των Αθηναίων υποχωρούσε τόσο αυτοί αυτοχαρακτηρίζονταν «συνετοί», «μετριοπαθείς», «ήπιοι», επικαλούμενοι την ειρήνη, την οποία άρχισαν να λατρεύουν ως θεά. Αυτά εκδηλώθηκαν μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όταν δηλαδή εξασθένισαν σε ισχύ και μειώθηκε το διεθνές τους κύρος. Για τη νομιμοποίηση αυτών των νέων δεδομένων επιστρατεύτηκαν οι πολιτικοί –θεσπίζοντας τη λατρεία της Ειρήνης-, οι καλλιτέχνες –δημιουργώντας αγάλματά της-, οι λόγιοι με τον Ησίοδο να την εμφανίζει ως θυγατέρα του Δία και αδελφή του Νόμου και της Δίκης, τον Πίνδαρο και τον Ευριπίδη να την αποκαλούν πλουτοφόρο, τον Βακχυλίδη να βαφτίζει τον Πλούτο γιό της, και τον Αριστοφάνη να την βγάζει στη σκηνή με την Ειρήνη, όπου οι χαρακτήρες την αποκαλούν «Βασίλισσα» και «Θεά». Παρομοίως, όταν οι Αθηναίοι παραδόθηκαν στη στρατιωτική συμμαχία των Σπαρτιατών και αργότερα υπετάγησαν στον Φίλιππα Β΄ της Μακεδονίας, δύο γεγονότα που επισφράγισαν το τέλος της δημοκρατικής τους ζωής, αυτοί, αντί να αγωνιστούν για την πολιτική τους αξιοπρέπεια, επέλεξαν την εύκολη οδό· γέμισαν τους δημόσιους χώρους με αγάλματα της Δημοκρατίας που λατρευόταν πλέον ως θεά. Έτσι μοιρολατρικά αποδέχθηκαν την υποταγή τους και, αντί να ενεργοποιηθούν για την ανατροπή της ταπεινωτικής κατάστασης που περιήλθαν, κατέφυγαν στο εφεύρημα των λατρευτικών πρακτικών μιας «νεκρής» θεότητας –της Δημοκρατίας. Άραγε υφίσταται κάποια αντιστοιχία της προαναφερθείσης καταστάσεως με τη σημερινή, όπου πλεονάζουν οι αναφορές και οι επικλήσεις της ειρήνης και της δημοκρατίας; Μήπως η μονότονη επανάληψη της «δημοκρατίας» και των παραγώγων της στη χώρα μας αποτελεί φτηνή επιχρύσωση που καλύπτει την ελληνική μειονεξία σε ισχύ, αξιοσύνη, ηθική και τελικά δημοκρατία, αφού δημοκρατία (δηλ. η κυριαρχία της λαϊκής θέλησης) και πρωταθλητισμός στη φτώχεια (η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των «27» σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε.) αποτελούν αποκλίνουσες και αντιφατικές έννοιες; Ή, μήπως, η παθολογία της ειρηνολαγνείας και της μηρυκαστικής επανάληψης της «ηπιότητας» και του «ρεαλισμού» οφείλεται στην υποχώρηση ισχύος της χώρας μας; Θεωρώ πως πρόκειται για κατάσταση γενικευμένης υποχώρησης, με μια διευκρίνιση. Η ελληνική αδυναμία, με όλα τα εθνικά μέτωπα ανοικτά και πολλαπλασιαζόμενα, δεν είναι στρατιωτική, αλλά γεωπολιτική και έχει ως χρονικό ορόσημο το 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου