Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Το δισυπόστατο του Ελληνισμού



Γεώργιος Ανδ. Μούρτος
Εάν θέλαμε να αποδώσουμε τον Ελληνισμό σχηματικά, θα επέλεγα τον ακόλουθο εξισωτικό τύπο:

Ελληνισμός=θάλασσα +οικουμενικότητα

Με άλλα λόγια, η ταυτότητα του Ελληνισμού καθ΄ όλη τη μακρόσυρτη ιστορία του υπήρξε ο αιγαιακός του χαρακτήρας. Η αλλοίωση αυτού του χαρακτήρα θα επιφέρει με μαθηματική βεβαιότητα την συρρίκνωση του Ελληνισμού. Δυστυχώς, τα συμπτώματα αυτής της συρρίκνωσης είναι έντονα και ορατά. Ομιλώ για μια προϊούσα κατάσταση εθνικής απομείωσης. Η έναρξη αυτής της διαδικασίας εντοπίζεται στην Μικρασιατική Καταστροφή και η κορύφωσή της στην Κυπριακή Τραγωδία το 1974. Οι συνέπειες των δύο αυτών γεγονότων ήταν τεκτονικές, αφού μετατόπισαν το εθνικό κέντρο βάρους από το Αιγαίο –τη μήτρα του ελληνικού πολιτισμού- στον ηπειρωτικό κορμό. Το Αιγαίο από «καρδιά» του Ελληνισμού μετατράπηκε στα άκρα του, και αυτά ακρωτηριασμένα λόγω της οριστικής απώλειας της Μικράς Ασίας και της κυπριακής de facto διχοτόμησης.

Τα γεγονότα που περιγράφω επέφεραν την έκλειψη –όχι, βεβαίως, ολική- της «θάλασσας» στην εξισωτική αποτύπωση του Ελληνισμού, αφήνοντας μετέωρο, και ως εκ τούτου ευάλωτο, το άλλο στοιχείο του, την «οικουμενικότητα». Το στοιχείο αυτό δέχθηκε καίριο πλήγμα μεταπολιτευτικά από το εσωτερικό με την επικράτηση της ιδεολογικής τάσης του «εθνομειοδοτικού εκσυγχρονισμού», βάσει του οποίου καθετί ελληνικό και οικουμενικό –π.χ. γλώσσα, Ορθοδοξία- λοιδορείται, πολεμείται, αποβάλλεται.
Βαλκανοποίηση
Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό που προέταξα ως η «στρατηγική κουλτούρα» της συστολής, η οποία επιβλήθηκε από τα δύο γεγονότα-«καρμπόν»: την Μικρασιατική Καταστροφή και την Κυπριακή Τραγωδία. Και οι δύο τραγωδίες, που προξένησαν ανείπωτα τραύματα στο εθνικό Σώμα και, μεταξύ των άλλων, αποδυνάμωσαν την προαιώνια σχέση της Ελλάδας με τους φυσικούς της συμμάχους –δηλαδή τις ναυτικές δυνάμεις-, δημιουργήθηκαν από μια αλληλουχία πολιτικής και στρατιωτικής απύθμενης ανικανότητας και αρρωστημένης μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Παρακάμπτω τις εντυπωσιακές ομοιότητες των δύο αυτών γεγονότων, για να σταθώ στην πιο χαρακτηριστική απόκλισή τους. Ως γνωστόν, οι πρωτεργάτες της πρώτης Καταστροφής οδηγήθηκαν στο Γουδί –εκτέλεση τεσσάρων πολιτικών και ενός στρατιωτικού, ισόβια σε δύο στρατιωτικούς-, παρά τις έντονες πιέσεις του ξένου παράγοντα προς την κυβέρνηση Πλαστήρα για την αθώωση των εν λόγω κατηγορουμένων με κριτήριο την αποπληρωμή της σιωπής τους γύρω από τον ένοχο ρόλο των συμμάχων μας. Αντίθετα, οι πρωταγωνιστές της Κυπριακής Τραγωδίας παρέμειναν ελεύθεροι και διατήρησαν όλα τους τα προνόμια –βαθμοί, συντάξεις- ή τους επιβλήθηκαν ποινές που δεν αντιστοιχούν με το μέγεθος της ευθύνης τους, διότι οι κυβερνήσεις Αθηνών και Λευκωσίας υπέκυψαν στις έξωθεν πιέσεις. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι το πιο ολέθριο επακόλουθο της Κυπριακής Τραγωδίας δεν είναι η ατιμωρησία των υπαιτίων και η απόκρυψη της αλήθειας λόγω της εμμονής στην άρνηση να ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου, αλλά η αδυναμία χάραξης μιας αναγεννησιακής εθνικής πορείας. Έτσι, για παράδειγμα, η ατιμωρησία κατέστη δικαίωμα αρχόντων και αρχομένων, με συνέπεια να νομιμοποιηθεί η κάθε μορφής παρανομία και, το χειρότερο, ο εθνομειοδοτισμός. Σε μια εποχή τεκτονικών αλλαγών, ο Ελληνισμός πορεύεται πλέον χωρίς πυξίδα πλεύσης με συνέπεια να θαλασσοδέρνεται ανηλεώς σ΄ έναν ωκεανό αναθεωρητισμού και επιθετικότητας. Ελλείψει εθνικού μπούσουλα αρμενίζουμε «στραβά», ενώ εμείς θεωρούμε ότι ο γιαλός είναι αυτός που «στράβωσε». Αντιμέτωποι με τα πελώρια κύματα των νέων προκλήσεων και των βίαιων αναθεωρητισμών, χωρίς τα κατάλληλα εφόδια λόγω της γνωστής ελληνικής προχειρότητας, ρίξαμε εσπευσμένα αγκυροβόλιο στο πλησιέστερο «ξερονήσι», την βαλκανική ενδοχώρα, την οποία, με λυτρωτική ανακούφιση αναγάγαμε σε νέα Ιθάκη. Κρίνοντας κανείς αυστηρά επιστημονικά την εξέλιξη αυτή των γεγονότων που επέφερε την παγίωση μιας πρωτόγνωρης για τον Ελληνισμό στρατηγικής κουλτούρας –της φοβίας και της συστολής-, καταλήγει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η βάση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας είναι επισφαλής και η φιλοσοφία που τη διέπει δεν έχει διεθνές, ίσως και διιστορικό προηγούμενο. Αυτό, προφανώς, δεν οφείλεται σε μειωμένα εθνικά αντανακλαστικά, αλλά στην εμμονή μας να παραμένουμε απαίδευτοι γεωπολιτικά σε μια εποχή που το κύριο γνώρισμά της είναι η παραγωγή πολιτικής στη βάση γεωπολιτικών κριτηρίων και όχι βάσει της ιδεολογίας και των καλών τρόπων συμπεριφοράς. Η απαιδευσία που αναφέρω είναι γεωπολιτική και γενικευμένη με συνέπεια να ανατροφοδοτεί συνεχώς αδιέξοδα. Η βαλκανοποίηση (δηλ. η ολική σχεδόν στροφή στην βαλκανική ενδοχώρα) των στρατηγικών μας επιλογών αποτελεί την αποκορύφωση της γεωπολιτικής μας απαιδευσίας. Και το χειρότερο όλων είναι ότι η επιλογή αυτή εκλαμβάνεται ως πανάκεια, ενώ ισοδυναμεί με εθνική ευθανασία.

Θα εξηγήσω την οδυνηρή αυτή διαπίστωση με όρους στρατηγικής, ώστε να έχει επιστημονική εγκυρότητα. Με την βαλκανοποίηση η Ελλάδα επέλεξε για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της το αδιανόητο: την γεωπολιτική της έκλειψη. Και τούτο, διότι άλλαξε την επί αιώνες σμιλευμένη γεωπολιτική της προσωπικότητα: από ναυτική, με οικουμενική απήχηση της πολιτισμικής της παραγωγής, καθώς και με συμμάχους τίς παραδοσιακά ναυτικές δυνάμεις, σε ηπειρωτική, χερσαία και συνεσταλμένη, επιδιώκοντας την εύνοια συμμάχων με παραδοσιακούς χερσαίους προσανατολισμούς –π.χ. Γερμανία, Ρωσία, βαλκανικές χώρες-, οι πάγιες στρατηγικές επιλογές των οποίων βρίσκονται στον αντίποδα των ελληνικών. Με τη μεταστροφή αυτή μειώθηκε κατακόρυφα το ειδικό γεωπολιτικό βάρος της Ελλάδας, η οποία έκτοτε επιχειρεί να πληρώσει το εν λόγω έλλειμμα με υποκατάστατα: ειρηνολαγνεία, «μηρυκαστικός» ευρωπαϊσμός, εθνομηδενικός διεθνισμός, κατευνασμός, διπλωματία “savoir vivre”.
Ελληνική έκλειψη, τουρκική επικράτηση
Λόγω του τεράστιου γεωπολιτικού ελλείμματός της, η Ελλάδα δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει διπλωματικά τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζει ετοιμόρροπα κρατικά μορφώματα ή εξαθλιωμένα κράτη που εξαρτώνται εν πολλοίς από αυτή για την επιβίωσή τους. Το οδυνηρότερο όλων είναι ότι η ελληνική βαλκανοποίηση, προσέφερε ως μάννα εξ ουρανού στην Τουρκία την μοναδική ευκαιρία να επιτύχει αυτό που δεν είχε κατορθώσει ούτε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία: την επικυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο· μια εξέλιξη που την αναβάθμισε γεωπολιτικά και την ανέδειξε σε περιφερειακή δύναμη ιδιαίτερα ευρέως εκτοπίσματος, καθότι η εν λόγω περιοχή θεωρείται και είναι η στρατηγικότερη στον πλανήτη.
Ας παρακολουθήσουμε την προαναφερόμενη εξέλιξη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Η οικειοθελής απόσυρση της Ελλάδας από το φυσικό της χώρο, τον αιγαιακό και κατά προέκταση μεσογειακό, δημιούργησε ένα τεράστιο σε στρατηγική αξία κενό, το οποίο έσπευσε να καλύψει η Τουρκία, η οποία, εξίσου με τη χώρα μας, μετάλλαξε τον γεωπολιτικό της χαρακτήρα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση: από χερσαία δύναμη με παραδοσιακούς ηπειρωτικούς συμμάχους –πρωτίστως τη Γερμανία- σε αεροναυτική με συμμάχους τους Αγγλοσάξονες, τους κοσμοκράτορες της Νέας Εποχής. Και το σημαντικότερο: οι Τούρκοι δεν περιορίστηκαν σε μια σχέση εντολέα-εντολοδόχου ή ηγεμόνα-χωροφύλακα, επαιτώντας ψιχία εύνοιας, αλλά δρομολόγησαν τη χώρα τους σε μια αυτόφωτη και ηγεμονική πορεία –π.χ. αυτοδύναμη πολεμική βιομηχανία, απαρέγκλιτη πορεία προς εθνικές στοχεύσεις-, που το «εθνικό» διαμόρφωνε το «συμμαχικό» και όχι αντιστρόφως.
Οι Τούρκοι, για να υλοποιήσουν τις στρατηγικές τους προτεραιότητες, προέβησαν, από τη δεκαετία του ΄70, σε θεαματική αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεών τους με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας: Πολεμική Αεροπορία, Πολεμικό Ναυτικό, Στρατός Ξηράς. Το εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της επιλογής είναι ότι ο εκσυγχρονισμός των χερσαίων δυνάμεων έτυχε χαμηλής προτεραιότητας, παρότι ο Α/ΓΕΕΘΑ προέρχεται πάντοτε από τις τάξεις τους και παρότι η συμμαχική δεοντολογία επέβαλε αυξημένη επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα στα χερσαία σύνορα με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας –Καύκασος, Βουλγαρία. Έτσι, το κύριο βάρος δόθηκε σε μια απίστευτης έκτασης ανάπτυξη, σχεδόν εκ του μηδενός, της αεροναυτικής τους ισχύος, καίτοι θεωρητικά και πρακτικά ο συμμαχικός θαλάσσιος χώρος –Ανατολική Μεσόγειος- καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από τις ελληνικές δυνάμεις.
Αυτή η γεωπολιτική αναγέννηση της Τουρκίας –που συνέπεσε με την οικειοθελή αποδέσμευση της Ελλάδας από την Κύπρο και με τις ανούσιες εκδηλώσεις ειρηνολαγνείας σε μια ταπεινωμένη, λόγω Κυπριακού, Ελλάδα, υποδαυλίζοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο την τουρκική επιθετικότητα- εκτόξευσε στα ύψη τις μετοχές της στο διεθνές στρατηγικό χρηματιστήριο με συνέπεια να τις εξαργυρώνει στο διπλωματικό επίπεδο. Έτσι, η Τουρκία καθιερώθηκε σε υπολογίσιμη δύναμη, επιλέγοντας τους κατάλληλους εταίρους, όπως το Ισραήλ, με το οποίο συνδιαμορφώνουν το περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, στο οποίο έχουν de facto ενταχθεί τα δύο ελληνικά κράτη, η Ελλάδα και η Κύπρος. Ενθαρρυμένη από την παθολογία του αν-ορθόδοξου κρατικού Ελληνισμού, η Άγκυρα, από το 1974, εγκαινίασε την πολιτική των αξιώσεων στο Αιγαίο, οι οποίες σταδιακά διευρύνθηκαν για να πάρουν τη μορφή αμφισβήτησης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας (π.χ. γκρίζες ζώνες).
Τουρκική γεωπολιτική απειλή
Αυτή την πρωτόγνωρη γεωπολιτική απειλή, η Ελλάδα προσπαθεί να ξορκίσει με ευχολόγια, κινήσεις «φιλίας», πολιτικές κατευνασμού, ευρωενταξιακές παραινέσεις, πρωτοβουλίες καλλιτεχνικές και αθλητικές, επενδύσεις, επισκέψεις και επαφές. Ωστόσο, η καθημερινότητα αποδεικνύει ότι η κατάσταση δεν ξορκίζεται· απεναντίας, χειροτερεύει δραματικά, διότι τα αίτιά της είναι εγγενή και δομικά. Τα αίτια αυτά οφείλονται, πρώτον, στην εγγενή τουρκική επιθετικότητα και, δεύτερον, στο γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν οντότητες αντιθέτων –και όχι συμπληρωματικών- γεωπολιτικών συμφερόντων. Σχετικά με το δεύτερο, επικαλούμαι την επιστημονική εγκυρότητα του Γαλλικού Ινστιτούτου Πολεμολογίας, το οποίο σε μια μνημειώδη έρευνά του συγκέντρωσε όλες τις γνωστές συρράξεις που έχουν καταγραφεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και προσπάθησε να εντοπίσει τον κοινό τους παρανομαστή. Το συμπέρασμα της έρευνάς του ήταν ότι μια εστία έντασης και σύγκρουσης παρατηρείται πάντα όπου συναντώνται αποκλίνοντες γεωπολιτικοί παράγοντες και ασυμβίβαστες «διαχωριστικές γραμμές». Η μεγαλύτερη ίσως συγκέντρωση διαχωριστικών γραμμών παγκοσμίως και διιστορικώς, είναι το Αιγαίο, όπου συναντώνται: τρεις ήπειροι (Ευρώπη, Ασία, Αφρική), εντελώς διαφορετικοί πολιτισμοί, δύο γλώσσες εντελώς ξένες μεταξύ τους, δύο ανταγωνιστικές θρησκείες, δύο λαοί διαφορετικής προέλευσης, νοοτροπίας και χαρακτήρα, δύο διαφορετικά κράτη με ουσιώδεις διαφορές στον πολιτικό τους πολιτισμό, ενώ εξίσου σημαντικός είναι και ο δημογραφικός παράγων, καθόσον στο συγκεκριμένο σημείο συγκρούεται η υπογεννητικότητα της Ευρώπης με τον καλπάζοντα υπερπληθυσμό της Ασίας. Δια τούτο, το Αιγαίο ήταν και παραμένει μια χαρακτηριστική περίπτωση μηδενικού αρθοίσματος (δηλ. το κέρδος της μιας πλευράς συνεπάγεται την απώλεια της άλλης). Τα περί «θάλασσας ειρήνης», «οι δύο λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν» και τα παρόμοια, είναι φληναφήματα θερινής νυκτός που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό περί της νεοελληνικής αν-ορθοδοξίας.
Αναφορικά με το πρώτο, κατά σειρά αναφοράς, αίτιο, την τουρκική επεκτατικότητα, έχω να παρατηρήσω ότι αυτή είναι εγγενής, γεωπολιτική και όχι απλώς στρατιωτική και, το σημαντικότερο, δυτικοβαρής που φέρνει την Τουρκία σε βίαιη σύγκρουση με τον Ελληνισμό, ανεξαρτήτως του καθεστώτος που την κυβερνά: οθωμανικό, κεμαλικό, ισλαμικό. Για παράδειγμα, όλες οι πρωτεύουσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρίσκονταν στο δυτικό της τμήμα [Προύσα (1326-65), Αδριανούπολη (1365-1453), Κωνσταντινούπολη (1453-1918)]· το κεμαλικό κράτος εδραιώθηκε και νομιμοποιήθηκε ως ευρωπαΐζον, ενώ το ισλαμικό επιχειρεί να γίνει ευρωενωσιακό. Επιπλέον, κοινό στοιχείο της οθωμανικής, κεμαλικής και ισλαμικής Τουρκίας, η καθεστωτική της δηλαδή ιδεολογία, ήταν και παραμένει ο ισλαμοεθνικισμός, φύσει επεκτατικός και ανθελληνικός. Επιβεβαίωση των ανωτέρω αποτελεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που έγινε με πρόεδρο της κυβέρνησης τον κεμαλιστή Ετσεβίτ και αντιπρόεδρο τον ισλαμιστή Ερμπακάν, ενώ και οι δύο τάσεις –κεμαλισμός, ισλαμισμός- προωθούν εξίσου δυναμικά τον νεο-οθωμανισμό που έχει μονίμως στο στόχαστρό του τον Ελληνισμό.
Ελληνική γεωπολιτική απαιδευσία
Πολλοί εξ υμών εφησυχάζουν με τη μονότονη επανάληψη επωδών του τύπου ο Θεός της Ελλάδας είναι Μεγάλος· μια αντίληψη που αναγάγει την πολιτική σε μεταφυσική αναζήτηση. Βεβαίως, η πραγματικότητα δεν διαμορφώνεται με ενοράσεις και θεϊκές επικλήσεις. Ένα είναι σίγουρο· η αισιοδοξία περί της θεϊκής εύνοιας του Ελληνισμού γεννά φρούδες προσδοκίες. Σταχυολογώ δύο εξ αυτών. Πρώτον, η προοπτική ευρωένταξης της Τουρκίας θα την εξημερώσει και θα την εκπολιτίσει και, δεύτερον, η ενεργοποίηση του κουρδικού ηφαιστείου θα την εξαναγκάσει αργά ή γρήγορα να αφήσει ήσυχο τον Ελληνισμό για να αντιμετωπίσει την εκρηκτική εσωτερική κατάσταση. Εκτιμώ πως τα αίτια αυτά που προβάλλονται ως ευνοϊκές εξελίξεις για τον Ελληνισμό στην ουσία αποτελούν τα βαρίδια του. Αναφορικά με την πρώτη, η διαδικασία εξημέρωσης είναι εκ των πραγμάτων μακρόχρονη και εγγενώς αμφιβόλου αποτελέσματος. Και το χειρότερο, έως ότου το «θηρίο» εξημερωθεί, θα επιφέρει θανάσιμα πλήγματα στους απροετοίμαστους –σε γνώση και προστατευτικό εξοπλισμό- γείτονές του.
Εξίσου δυσοίωνες για την Ελλάδα είναι και οι συνέπειες της «κουρδοποίησης». Είναι γεγονός ότι από τη δεκαετία του ΄90 κυοφορείται η συνολική διευθέτηση του Κουρδικού Ζητήματος μέσω της μεθοδικά σμιλευμένης πολιτικής της Ουάσιγκτον: επιβολή της «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» ιρακινών αεροσκαφών στο Β. Ιράκ από το 1991 έως την πτώση του Σαντάμ, που δημιούργησε de facto το ιρακινό Κουρδιστάν· παράδοση του Οτσαλάν στην Τουρκία το 1999, με αποκλειστικό σκοπό οι Κούρδοι να αποκτήσουν, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, το δικό τους εθνικό σύμβολο, που είναι απαραίτητο για την οικοδόμηση κράτους, τον «Μαντέλα» τους· de jure αυτονόμηση του ιρακινού Κουρδιστάν στο μετα-σανταμικό ομόσπονδο Ιράκ· παραχώρηση ελκυστικών ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, για να γίνει εύπεπτη η «κουρδοποίηση». Φαίνεται πως τα αρνητικά από την δρομολογηθείσα κουρδοποίηση εξισορροπούνται από σημαντικά για την Τουρκία οφέλη, όπως: θα ολοκληρωθεί η επί αιώνες δυτικόστροφη πορεία της μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής a la turca αφενός και αφετέρου θα σταθεροποιηθεί το κέντρο βάρους της δυτικά, με την Κωνσταντινούπολη να εδραιώνεται ως η πρωτεύουσα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ολοκλήρωση αυτής της εξέλιξης θα θέσει την Θεσσαλονίκη στην τροχιά της Κωνσταντινούπολης, μια που η ίδια στερείται κατάλληλων υποδομών, οράματος και πνευματικής ακτινοβολίας.
Είναι φανερό πως αυτός που θα επωμιστεί όλες –στην κυριολεξία όλες- τις τουρκικές απώλειες της κουρδοποίησης είναι ο Ελληνισμός (Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη), αφού οι δύο κρατικές του υποστάσεις –Αθήνα, Λευκωσία- ανέχονται, εάν δεν επικουρούν, αυτή την προοπτική με πράξεις ή παραλήψεις, όπως οι ακόλουθες: βαλκανοποίηση, «απο-εθνικοποιημένος εκσυγχρονισμός» ως κυρίαρχη ιδεολογία, έρπων αφελληνισμός της Κύπρου και προώθηση της «σιγκαπουροποίησής» της μέσω του ιδεολογήματος του «νεο-κυπριωτισμού», «ουδετεροποίηση» του Αιγαίου και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Επιμύθιο
Ως επιμύθιο των όσων ανέπτυξα επιλέγω την εξής διαπίστωση. Αρκεί μια στοιχειώδης ικανότητα γεωπολιτικής ανάγνωσης και γραφής, για να αντιληφθεί κανείς ότι οι επενδύσεις στην στρατιωτική ετοιμότητα δεν θα έχουν και στο μέλλον χειροπιαστό και ουσιαστικό αντίκρισμα, εάν πρώτα δεν αντιμετωπιστεί η πραγματική απειλή: η αν-ορθόδοξη συμπεριφορά και η έλλειψη γεωπολιτικής αγωγής. Ιδού η πρόκληση για το μέλλον του Ελληνισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: