Η Κορυτσά (αλβανικά:Korça) είναι πόλη της Αλβανίας. Βρίσκεται κοντά στα ελληνικά σύνορα κι ο πληθυσμός της είναι 65.000 κάτοικοι. Σήμερα η Κορυτσά είναι βιομηχανική περιοχή. Παράγει ζάχαρη, οινόπνευμα, μπύρα, δέρματα και υφαντουργικά προϊόντα. Η Κορυτσά παλιά ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Αλβανίας κλπ.
Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ως αστικό κέντρο μετά τις επιδρομές από τον στρατό του Αλή Πασά κατά της γειτονικής Μοσχόπολης, στα τέλη του 18ου αιώνα (1780). Η Κορυτσά εκτός από σημαντικό εμπορικό αποτέλεσε και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, με πλήθος ελληνικών σχολίων να λειτουργούν σε αυτή. Η οργάνωση των επαγγελματικών συντεχνιών και της χρηματοδότησης της τοπικής εκπαίδευσης είναι εφάμιλλη του αγγλοσαξωνικού τραστ. Στους «Γενικούς Κανονισμούς των κοινών καθιδρυμάτων της πόλεως Κορυτσάς», που συντάχθηκαν το 1875, το σύνολο των δωρεών και κληροδοτημάτων συγκεντρώνονταν σε κοινό ταμείο με τον ονομασία «λάσσο» και εποπτεύονταν από ειδική επιτροπή.
Κατά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο (Δεκέμβριος 1912), στην πόλη εισήλθε ο ελληνικός στρατός που αποχώρησε τον Μάρτιο του 1914, παραδίδοντάς την στην νεοσυσταθήσα αλβανική χωροφυλακή. Σύμφωνα με άρθρο του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (Μάιος 1914) η Κορυτσά αποτελεί τμήμα της αυτόνομης δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου, εντός της αλβανικής επικράτειας. Με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1918) η πόλη επιδικάστηκε με μια σειρά συνθηκών και πρωτοκόλλων οριστικά στην Αλβανία. Ως το 1925 όλα τα ελληνόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα έπαψαν να λειτουργούν βάσει κρατικών αποφάσεων, καθώς η πόλη δεν περιλαμβάνονταν στην αναγνωρισμένη από το αλβανικό κράτος 'ελληνική μειονοτική ζώνη'.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η Κορυτσά απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό για μικρό διάστημα, από 22 Νοεμβρίου 1940 μέχρι 12 Απριλίου 1941, αλλά μετά το τέλος του πολέμου ξαναπέρασε στην Αλβανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου