Απευθυνόμενος στα πρεσβευτικά στελέχη του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών του οποίου προΐσταται, ο καθηγητής κ. Αχμέτ Νταβούτογλου (βλ. Architect of ‘strategic depth’ concept unveils new foreign policy στην “Hurriyet Daily News” της 4ης Ιανουαρίου 2010): Εξήρε τα πλεονεκτήματα της τουρκικής γεωγραφικής θέσης – η οποία κατ’ αυτόν ευρίσκεται «στο επίκεντρο» «οποιουδήποτε χάρτη» και επιτρέπει τη δραστηριοποίηση της Τουρκίας σε «πέντε, έξι περιοχές συγχρόνως». Ισχυρίσθηκε ότι «η τουρκική διπλωματία είναι συγκρίσιμη με εκείνη πέντε ή έξι μόνο χωρών στον κόσμο». Τόνισε ότι τα διπλωματικά προβλήματα μπορούν να επιλυθούν με τη σύζευξη «των ισχυρών μας ενόπλων δυνάμεων» και «της ήπιας ισχύος μας (soft power)» – με τις δύο αυτές συνιστώσες να εναρμονίζονται «όπως σε μια ορχήστρα». Και προέβλεψε ότι «το 2023 η Τουρκία θα είναι μέλος της ΕΕ και θα συγκαταλέγεται στις δέκα ιθύνουσες οικονομίες του κόσμου». Πρόκειται για ένα όραμα, που ο Τούρκος υπουργός έχει επανειλημμένως ευαγγελισθεί στο παρελθόν. Ανταποκρίνεται, όμως, η άκρως φιλόδοξη αυτή θεώρηση του τουρκικού μέλλοντος στην πραγματικότητα;
Αναμφίβολα, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ισχυρές – ποσοτικά, είναι οι δεύτερες στο ΝΑΤΟ – η τουρκική οικονομία αναπτύσσεται δυναμικά – συμπεριλαμβάνεται στην Ομάδα των 20 – και η Άγκυρα διαθέτει αξιόλογη «ήπια ισχύ» έναντι των προς Ανατολάς και Νότο γειτόνων της υπό την μορφή της μουσουλμανικής της ταυτότητας και των δυτικόστροφων πολιτικών της θεσμών. Εξεταστέον, εν τούτοις, κατά πόσον η μεγαλεπήβολη – νεο-οθωμανική, κατά πολλούς – και συχνά αντιφατική διπλωματία του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ αξιοποιεί αποτελεσματικά τα σημαντικά αυτά πλεονεκτήματα.
Επί πιαραδείγματι: Η πολυδιαφημισθείσα προσπάθεια της Άγκυρας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Αρμενία προσκρούει στην παράλληλη επιθυμία της να διατηρήσει ανέπαφους τους δεσμούς της με τους «αδελφούς» Αζέρους – και συνακόλουθα επαπειλείται εκ νέου προώθηση του ψηφίσματος για την γενοκτονία των Αρμενίων στο Κογκρέσο. Η τουρκική διαμεσολάβηση μεταξύ Συρίας και Ισραήλ αποδείχθηκε ασύμβατη με την αύξουσα ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας με το εβραϊκό κράτος. Και, δεδομένων των τουρκικών θέσεων επί του Ιρανικού, δεν εκπλήσσει ότι η απόπειρα της τουρκικής ηγεσίας να διαμεσολαβήσει μεταξύ Τεχεράνης και Δύσης έχει πέσει στο κενό.
Με πολλούς Αμερικανούς στον χώρο των ΜΜΕ και των δεξαμενών σκέψης – και όχι μόνο – να διερωτώνται ήδη γενικότερα, αν η Τουρκία είναι διατεθειμένη να διαδραματίσει τον ρόλο του ισχυρού φιλοδυτικού σταθεροποιητικού παράγοντα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή για τον οποίο η Ουάσιγκτον την προορίζει. Καθώς οι τουρκικές τοποθετήσεις και χειρισμοί στην εν λόγω περιοχή τείνουν όλο και περισσότερο να αντιστρατευθούν τις αμερικανικές στοχεύσεις. Είτε πρόκειται για τη θνησιγενή, κυρίως λόγω αμερικανικής επιφυλακτικότητας, τουρκική πρωτοβουλία του Αυγούστου 2008 για τη συγκρότηση, χωρίς δυτική συμμετοχή, μιας «Πλατφόρμας Σταθερότητας και Συνεργασίας στον Καύκασο». Είτε για το Ιρανικό, με την Άγκυρα να αντιτίθεται κατηγορηματικά στην κλιμάκωση των διεθνών κυρώσεων, πόσο μάλλον στη χρήση βίας, κατά της Τεχεράνης και να διακηρύσσει δια στόματος Ερντογάν τον «ειρηνικό» χαρακτήρα του επίμαχου ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Είτε για τη φιλική υποδοχή που η επίσημη Τουρκία επιφύλαξε τον Ιανουάριο 2008 στον Σουδανό πρόεδρο Ομάρ αλ-Μπασίρ, παρά το γεγονός ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, με την υτποστήριξη των δυτικών δυνάμεων, τον καταζητεί για εγκλήματα πολέμου στο Νταφούρ. Είτε – και ασφαλώς δεν είναι το λιγότερο ανησυχητικό για τους Αμερικανούς αρμοδίους – για τις επιδεινούμενες, συνεπεία ενεργειών της τουρκικής πλευράς, τουρκο-ισραηλινές σχέσεις.
Τις δε υπό δυτικό πρίσμα ανορθόδοξες και εν πολλοίς απορριπτέες αυτές, όπως άλλωστε και άλλες παρεμφερείς, θέσεις και ενέργειες οι ευρωατλαντικές πρωτεύουσες τείνουν όλο και περισσότερο να συναρτήσουν με τις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες στη γείτονα. Καθώς η κατ’ αρχήν επιθυμητή από τη Δύση – ως συμβολή στον εκδημοκρατισμό του τουρκικού κράτους – περιστολή της επιρροής του κεμαλικού κατεστημένου εισπράττεται συν τω χρόνω από τους ίδιους αυτούς Δυτικούς ως προσπάθεια επικράτησης, και δη με αμφιλεγόμενα συχνά μέσα, ενός ιδεολογικά φορτισμένου πολιτικού Ισλάμ, εξ αντικειμένου εμφορούμενου από ένα εν δυνάμει ή και ενεργό αντιδυτικό πνεύμα. Είναι δε προφανές ότι, εάν η εκτίμηση αυτή εδραιωθεί, όχι μόνο οι ήδη λίαν σκοτεινές ευρωενταξιακές προοπτικές της γείτονος θα εξανεμισθούν πλήρως – με πιθανό βέβαια επιακόλουθο να ενισχυθούν περαιτέρω οι αντιδυτικές δυνάμεις στο τουρκικό πολιτικό σώμα – αλλά και η στάση της Ουάσιγκτον έναντι της Άγκυρας θα σκληρυνθεί.
Πρόκειται βέβαια για ακραίο σενάριο. Η εσωτερική διαπάλη στην Τουρκία δεν έχει κριθεί. Η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, ειδικότερα, παρά τη – συνετή – αυτοσυγκράτηση που επιδεικνύει μέχρι στιγμής, διατηρεί ουσιαστικά ανέπαφη την ικανότητα καθοριστικής επέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις. Εάν δε διαπιστώσει ότι το τουρκικό σκάφος εγκαταλείπει τον σχετικώς ασφαλή δυτικό λιμένα για να εκτεθεί στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες του ψευδο-οθωμανικού πελάγους, το πιθανότερο είναι να κινηθεί αποτρεπτικά. Κάτι που οι κυβερνώντες ισλαμιστές δεν μπορεί παρά να γνωρίζουν – και που συνεπώς θα λάβουν κατ’ ανάγκην υπ’ όψιν και κατά την περαιτέρω χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής.
diplomatikoperiskopio
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου