Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Η ΕΕ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΙΣΑΒΟΝΑ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Γ. Ε. ΣΕΚΕΡΗ
Μετά οκταετή περιπετειώδη κυοφορία, η Συνθήκη της Λισαβόνας – γνωστή και ως «Μεταρρυθμιστική» – ετέθη σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Είχαν προηγηθεί η σύνταξη από τη «Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης» και η απόρριψη από τους Ολλανδούς και Γάλλους ψηφοφόρους της φιλοδόξως – και ανακριβώς – αποκληθείσης «Συνταγματικής Συνθήκης». Και εν συνεχεία η αναθεώρηση της τελευταίας αυτής και η υιοθέτηση του νέου κειμένου από το σύνολο των κοινοτικών εταίρων, μετά την υπερπήδηση του σκοπέλου των ιρλανδικών, ιδίως, αντιδράσεων.


Πρόκειται για μια εξέλιξη που συνοδεύθηκε από υψηλές προσδοκίες. Και πράγματι, η θέσπιση, μεταξύ άλλων, θέσης προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εκλεγμένου για θητεία διόμισυ ετών άπαξ ανανεώσιμη και ενός Υπάτου Εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας με διευρυμένες αρμοδιότητες μπορεί, κατ’ αρχήν, να συμβάλει ουσιαστικά στον αποτελεσματικότερο συντονισμό των κοινοτικών ενεργειών και στην αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της ΕΕ. Ωστόσο, τόσο το παρασκήνιο που προηγήθηκε της ανάδειξης, όσο και η σύνθεση – το «προφίλ» – της νέας κοινοτικής ηγεσίας, κατέδειξαν το όρια των καινοτομιών αυτών. Ειδικότερα δε, με την εκλογή του Βέλγου πρωθυπουργού κ. Χέρμαν Βαν Ρομπάι ως προέδρου και της Βρετανίδας βαρόνης Κάθριν Αστον, ως Υπάτης Εκπροσώπου ΚΕΠΠΑ – δηλαδή, δύο καθ’ όλα σεβαστών, πλην αγνώστων στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό και στην περίπτωση της λαίδης Άστον και περιορισμένου εθνικού πολιτικού βάρους προσώπων – τα κράτη-μέλη κατέστησαν σαφές ότι δεν είναι διατεθειμένα να ανεχθούν στο κοινοτικό πηδάλιο προσωπικότητες ικανές να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των εθνικών πρωτευουσών.
Και εξέπεμψαν έτσι και το ευρύτερο μήνυμα, ότι η ΕΕ είναι και θα παραμείνει ένας διακρατικός, διακυβερνητικός θεσμό. Μήνυμα που δεν αντιστοιχεί μόνο στο γράμμα της Συνθήκης της Λισαβόνας αλλά και αντανακλά το όλο ευρωκοινοτικό κλίμα των τελευταίων ετών.
Με τους Βρετανούς διαχρονικά αντίθετους στην ευρωπαϊκή ενοποίηση,[iv] οι τύχες του κοινοτικού εγχειρήματος εξαρτήθηκαν ευθύς εξ αρχής από τη στάση των έξι του κοινοτικού πυρήνα. Οι οποίοι, όμως, κατά την κρίσιμη αρχική περίοδο απέτυχαν – ακριβέστερα, απεδείχθησαν απρόθυμοι – να θέσουν τις βάσεις μιας γνήσιας ευρωπαϊκής συμπολιτείας. Επιλέγοντας, αντί τούτου, τη «φυγή προς τα εμπρός». Ήτοι τη γεωγραφική διεύρυνση του κοινοτικού σχήματος, χωρίς προηγούμενη θεσμική θωράκισή του. Με αναπόφευκτη συνέπεια, τα διαδοχικά διευρυντικά βήματα των Βρυξελλών να απομακρύνουν την Κοινοτική Ευρώπη από την ομοσπονδιακή κατεύθυνση και να την φέρουν πλησιέστερα προς την πολύ χαλαρότερη βρετανική αντίληψη περί ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Κλειδί για την κατανόηση της εκτροπής αυτής των ευρωκοινοτικών διεργασιών είναι η μεταλλασσόμενη γερμανική πολιτική και ειδικότερα οι ιδιότυπες γαλλογερμανικές σχέσεις. Σε μία πρώτη φάση, οι Γερμανοί, με πλέον του ενός τετάρτου της χώρας τους υπό σοβιετική κατοχή και με νωπό το στίγμα του χιτλερισμού, επένδυσαν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση καίριες εθνικές ελπίδες, τόσο για την εν καιρώ αποκατάσταση της εθνικής τους ενότητας, όσο και για την ανάκτηση της διεθνούς αξιοπιστίας τους,. Για ένα διάστημα υπήρξαν οι υποδειγματικότεροι των ευρωπαϊστών. Συναίνεσαν δε αδιαμαρτύρητα στην «λεόντειο» κατά κάποιο τρόπο εταιρεία που τους προσέφερε ο Στρατηγός Ντε Γκολ – και η οποία συνίστατο στην παροχή γαλλικής διπλωματικής στήριξης προς τη Βόννη έναντι της αποδοχής από την τελευταία αυτή της ευρωπαϊκής πρωτοκαθεδρίας του Παρισιού. Το οποίο, από την πλευρά του, παρά τις κατά καιρούς ομοσπονδιάζουσες δηλώσεις Γάλλων επισήμων, παρέμεινε προσκολλημένο στην εθνική του αυτοτέλεια, καθώς και στα σύμβολα που την εκφράζουν. Αποφεύγοντας, ειδικότερα, επιμελώς να εντάξει στις κοινοτικές δομές τα δύο μείζονα εθνικά του ατού που είναι το πυρηνικό του οπλοστάσιο και η έδρα του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Ωστόσο, η γερμανική επανενοποίηση μετέβαλε άρδην το ευρωκοινοτικό αυτό σκηνικό – αν και για να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα η αλλαγή αυτή χρειάσθηκε χρόνος. Με το Βερολίνο πλέον ως πρωτεύουσα και με τη νέα γερμανική γενεά απαλλαγμένη από το σύνδρομο ενοχής των πατεράδων και παππούδων της, η Γερμανία – το μεγαλύτερο πλέον ως προς τον πληθυσμό και την οικονομία κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ταχέως επανεθνικοποίησε την εξωτερική της πολιτική. Μετρίασε αισθητά τον κοινοτικό της ζήλο. Και έπαυσε να ρυμουλκείται από τη Γαλλία – με τον «γαλλογερμανικό άξονα» να αποτελεί απλώς μία από τις συνιστώσες της νέας, «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής της. Και όχι κατ’ ανάγκην την κυριότερη, όπως καταδεικνύει και η ανάλογα με τις περιστάσεις προσέγγιση του Βερολίνου με το Λονδίνο – ή με τη Μόσχα. Ενώ, παράπλευρη απώλεια της τροπής αυτής της γερμανικής πολιτικής είναι και η ιδέα του «σκληρού πυρήνα» – της οποίας επί μακρόν οι Γερμανοί υπήρξαν ο κυριότερος θιασώτης.
Υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, γίνεται σαφές ότι το ομοσπονδιακό όραμα των πρωτεργατών της ευρωπαϊκής ενοποίησης ανήκει στο παρελθόν. Και ότι το ζητούμενο πλέον είναι η σύνθεση των εθνικών συμφερόντων και προτεραιοτήτων είκοσι επτά σήμερα – και ίσως αύριο τριάντα και πλέον – ετερόκλητων κυρίαρχων εταίρων.
Ένα εγχείρημα οπωσδήποτε δύσκολο. Που όμως δείχνει ευκολότερο στον τομέα της οικονομίας, στον οποίον, κατ’ αρχήν, τα κράτη επιδεικνύουν ευχερέστερα ευκαμψία, απ’ ό,τι στον εθνικά περισσότερο φορτισμένο πολιτικό-στρατιωτικό. Και πράγματι, η δημιουργία της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς και της οικονομικής και νομισματικής ένωσης αποτελούν εντυπωσιακά επιτεύγματα. Των οποίων όμως η χρηματοοικονομική κρίση έφερε στο φως τις οργανικές αδυναμίες. Καθώς έστρεψε τους προβολείς της δημοσιότητας στις μεγάλες διαφορές, και σε μερικές περιπτώσεις το χάσμα, μεταξύ εταίρων, σε ό,τι αφορά στη νοοτροπία, δημοσιονομική πολιτική και οικονομικές επιδόσεις τους. Και κατέστησε εμφανέστερη τη δυσαρμονία μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού σκέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τη δυσκολία συντονισμού των κοινοτικών οικονομιών εν απουσία ενός συνεκτικού πολιτικού κέντρου.
Χαρακτηριστικές οι διαφωνίες που ανεφύησαν, από την πρώτη στιγμή, μεταξύ Γάλλων και Γερμανών ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης – και ειδικότερα οι πιέσεις του κ. Σαρκοζί για τη δημιουργία κοινοτικού ταμείου προς διάσωση του τραπεζικού συστήματος της Ένωσης και η εμμονή της κυρίας Μέρκελ, συνεπικουρούμενης από τον Βρετανό πρωθυπουργό κ. Μπράουν, σε μια στενότερα εθνική προσέγγιση. Προέκταση δε των αρχικών ενδοκοινοτικών αυτών διαφοροποιήσεων αποτελεί και η παρούσα διάσταση γνωμών στους κοινοτικούς κόλπους περί τον χειρισμό των οξέων δημοσιονομικών προβλημάτων των οικονομικά ασθενέστερων εταίρων – και ειδικότερα των ανηκόντων στην ευρωζώνη μεσογειακών χωρών. Με την «ελληνική περίπτωση» να λειτουργεί ως πρόκριμα για τον τρόπο αντιμετώπισης και των λοιπών μελών του «Club Med». Και με την Ένωση να σχοινοβατεί μεταξύ, αφ’ ενός, της προστασίας του βαλλόμενου ευρωπαϊκού νομίσματος και γενικότερα του διεθνούς κύρους της ΕΕ, και, αφ’ ετέρου, της απροθυμίας των γερμανικών αρχών να ενθαρρύνουν την δημοσιονομική ακηδία των μεσογειακών εταίρων, αλλά και της γερμανικής κοινής γνώμης «να πληρώσει» για τις εικαζόμενες αμαρτίες τους – και δη κατά κυριολεξία, καθότι η Γερμανία παραμένει ο κύριος «κοινοτικός χρηματοδότης». Εξ ου και η σολομώντειος απόφαση των Βρυξελλών της 11ης Φεβρουαρίου, η οποία, ενώ παρέχει στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία γενικόλογη πολιτική στήριξη, παραπέμπει τις αποφάσεις για ενδεχόμενα χρηματοπιστωτικά μέτρα σε περαιτέρω διαβουλεύσεις.
Οι περιπετειώδεις όμως αυτές ενδοκοινοτικές ζυμώσεις ανέδειξαν και τα καίρια – και, σύμφωνα με τους πιο απαισιόδοξους αναλυτές, ανυπέρβλητα – προβλήματα που συνεπάγεται για τη νομισματική ένωση η ανυπαρξία πολιτικού κέντρου ικανού να καθορίζει κοινούς κανόνες οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Ενώ η μάλλον νεφελώδης πρόταση του Γάλλου προέδρου για μια «οικονομική διακυβέρνηση» της ΕΕ – τη διατύπωσε το πρώτον το 2008 και την επανέφερε επί τάπητος τις τελευταίες εβδομάδες – έχει προσκρούσει στις αντιρρήσεις του Βερολίνου. Του οποίου η στάση, υπό τις κρατούσες συνθήκες, δεν στερείται ίσως ρεαλισμού. Διότι «κοινή διακυβέρνηση» χωρίς «κοινή κυβέρνηση» είναι μάλλον παιχνίδι με τις λέξεις. Ενώ περί πραγματικής κοινής κυβέρνησης ουδείς πλέον λόγος. Δοθέντος δε ότι οικονομικοί και γεωπολιτικοί λόγοι αποκλείουν – στο εγγύς τουλάχιστον μέλλον – την εγκατάλειψη ή και φαλκίδευση της ΟΝΕ, η εν εξελίξει κοινοτική αναστάτωση ασφαλώς δεν θα είναι η τελευταία.
Εκεί όμως όπου οι κοινοτική δυναμική εμφανίζεται αυτόχρημα απογοητευτική είναι ο πολιτικοστρατιωτικός τομέας. Η «Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας» εξακολουθεί και μετά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας – η οποία διατήρησε τον διακρατικό χαρακτήρα της και ειδικότερα τον κανόνα της ομοφωνίας για τη λήψη των σημαντικών αποφάσεων – να αντιστοιχεί σε μια αρκετά πτωχή πραγματικότητα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στη στρατιωτική συνιστώσα της ΚΕΠΠΑ – την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας ή ΕΠΑΑ – οι κοινοτικές προσπάθειες πενιχρά μόνο αποτελέσματα έχουν αποδώσει μέχρι στιγμής. Ο φιλόδοξος στόχος δημιουργίας κοινοτικής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης 60,00 ανδρών, που ετέθη τον Δεκέμβριο 1999 στο Ελσίνκι, έχει πλέον εγκαταλειφθεί υπέρ της συγκρότησης πολύ μικρότερων πολυεθνικών σχηματισμών (Battlegroops, κατά την κοινοτική ορολογία, δύναμης 1,500 ανδρών). Χωρίς καν, όπως επισημαίνει το έγκυρο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, οι σχηματισμοί αυτοί να έχουν μέχρι στιγμής ενεργοποιηθεί. Κατά τα λοιπά δε, μόνο ένα μικρό ποσοστό των συνολικών στρατιωτικών δυνάμεων των κοινοτικών εταίρων είναι κατάλληλο για επιχειρήσεις εκτός κοινοτικού χώρου. Ενώ, κυρίως λόγω πολιτικών αναστολών, ένα πολύ μικρότερο πράγματι χρησιμοποιείται προς τούτο.
Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, ότι στον τομέα των ειρηνευτικών αποστολών η συμβολή των κρατών-μελών της ΕΕ συνίσταται κατά κύριο λόγο στην παροχή μη στενά στρατιωτικών υπηρεσιών. Και ότι και η περιορισμένη στρατιωτική τους εμπλοκή πραγματοποιείται ως επί το πολύ εκτός κοινοτικού πλαισίου και κυρίως υπό διοίκηση ΝΑΤΟ ή ΟΗΕ. Με την καθαυτό συλλογική ευρωπαϊκή άμυνα να διασφαλίζεται πάντοτε μέσω Ατλαντικής Συμμαχίας. Η στρατιωτική δε αυτή αδυναμία της Ένωσης υπονομεύει και την υποτιθέμενη κοινή εξωτερική της πολιτική. Η οποία ούτως ή άλλως προσκρούει στις αποκλίνουσες εθνικές θέσεις και επιδιώξεις των είκοσι επτά εταίρων. Επί παραδείγματι:
Τα κεντρο-ανατολικο-ευρωπαϊκά κράτη-μέλη διακατέχονται από ένα – ευνόητο – αντιρωσσικό σύνδρομο που αντιφάσκει ευθέως στις προτεραιότητες των περισσότερων από τους παλαιότερους εταίρους. Και ως εκ τούτου τείνουν να δίνουν συχνά το προβάδισμα στην αμερικανική συμμαχία έναντι της κοινοτικής αλληλεγγύης. Όπως άλλωστε, για δικούς των λόγους, που ήδη επισημάνθηκαν, πράττουν και οι Βρετανοί – αλλά και ορισμένοι άλλοι Βορειοευρωπαίοι.. Από την άλλη δε, σε αντίθεση με τους Βρετανούς και σε κάποιο βαθμό και τους Γάλλους, οι Γερμανοί – για λόγους επίσης κατανοητούς – εμφανίζονται ιδιαίτερα συγκρατημένοι ως προς τη στήριξη της κοινοτικής εξωτερικής πολιτικής με στρατιωτικά μέσα. Ενώ ορισμένα από τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη επιδεικνύουν ενεργό επιλεκτικό ενδιαφέρον για πρώην κτήσεις τους – το οποίο, όμως, ενδιαφέρον δεν συμμερίζονται κατ’ ανάγκην και οι λοιποί εταίροι. Υπό τις συνθήκες δε αυτές ομοφωνία σημαίνει ελάχιστος κοινός παρανομαστής – και το συνηθέστερο μια απραξία, την οποία οι ηχηρές αοριστίες των κοινοτικών ανακοινωθέντων δεν κατορθώνουν να εξωραΐσουν .
Και συνακόλουθα η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να δράσει διεθνώς ως ενιαίος και ισχυρός πολιτικό-στρατιωτικός φορέας και να μεταφράσει το δημογραφικό και οικονομικό της δυναμικό σε γεωπολιτική επιρροή. Η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα γεωπολιτικά πεδία όπου διαμορφώνονται οι συσχετισμοί του 21ου αιώνα αποδεικνύεται υποτονική, όταν δεν είναι ανύπαρκτη. Χαρακτηριστικά, παρά τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση των Παλαιστινίων από τα κοινοτικά ταμεία, οι Βρυξέλλες ελάχιστη πραγματική επίδραση ασκούν στις εξελίξεις περί το Παλαιστινιακό. Εξ ίσου δε ασθενής είναι η επιρροή τους και στην Κεντρική Ασία, όπου επίσης παρέχουν σημαντική κοινοτική οικονομική βοήθεια. Ενώ, στον καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της ανθρωπότητας χώρο της Ανατολικής Ασίας και του Ινδικού Ωκεανού, το γεωπολιτικό βάρος της ΕΕ – σε αντιδιαστολή με εκείνο του Λονδίνου, που και αυτό βαίνει φθίνον – είναι σχεδόν αμελητέο. Και επομένως, προκειμένου για την αντιμετώπιση των μεγάλων διεθνών προκλήσεων της εποχής μας, η Κοινοτική Ευρώπη, αντί να λειτουργεί ως ισοδύναμη συνιστώσα του ευρωατλαντικού διδύμου, είτε ρυμουλκείται από την Ουάσιγκτον, είτε, όταν αρνείται να συμπράξει με τους Αμερικανούς, περιθωριοποιείται.
Θα ήταν, ωστόσο, μέγα λάθος να υποτιμήσει κανείς τη σημασία του ευρωκοινοτικού εγχειρήματος. Μπορεί η δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης-υπερδύναμης να αποδείχθηκε ανέφικτη, πλην όμως η διακρατική, και προβληματική έστω, Ευρωπαϊκή Ένωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας συμβάλλει μεγάλως στην οικονομική ευημερία των μελών της, και – το και σημαντικότερο – εγγυάται την οριστική υπέρβαση των ενδοευρωπαϊκών συγκρούσεων ενός τραγικού παρελθόντος. Ενώ διαθέτει και ουσιαστικές δυνατότητες συλλογικής παρέμβασης στα παγκόσμια δρώμενα. Αρκεί τα κράτη–μέλη της και πρωτίστως τα μεγαλύτερα να επιδείξουν την απαιτούμενη για την εναρμόνιση των εθνικών τους πολιτικών πρόνοια.



Δεν υπάρχουν σχόλια: