Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Γεμίζουν τα στρατόπεδα, αδειάζουν τα ταμεία

Η ανεργία οδηγεί πολλούς νέους να καταταγούν, αλλά η μικρή διάρκεια της θητείας δεν επιτρέπει τη σωστή εκπαίδευση τους, ενώ απαιτεί τη διατήρηση μεγάλου αριθμού ΕΠΟΠ
Οι επαγγελματίες οπλίτες κοστίζουν ακριβά στις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά η εννεάμηνη θητεία των εφέδρων δεν επιτρέπει την περικοπή αυτών των δαπανών...

Ένα τελείως απρόσμενο γεγονός ήλθε να βελτιώσει κάπως την κατάσταση του στρατεύματος στον βασικό τομέα της επανδρώσεως, επιβεβαιώνοντας έτσι τη γνωστή παρ ημίν ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού».

Συγκεκριμένως, στις τελευταίες κατατάξεις νεοσύλλεκτων σημειώθηκε μία εντυπωσιακή αύξηση στην προσέλευση των υπόχρεων για στράτευση, η οποία εγγίζει το 20%! Περιττόν να λεχθεί ότι το γεγονός αυτό... δεν οφείλεται σε κάποιο μέτρο της πολιτικής ηγεσίας, η οποία -ως γνωστόν- μόνο να επιδεινώνει ξέρει το χρόνιο πρόβλημα της λειψανδρίας, που αποτελεί την κύρια αιτία για τη σημερινή κατάσταση του στρατεύματος, λόγω των πολλαπλών επιχειρησιακών -και όχι μόνον-επιπτώσεών της.

Γιατί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός οφείλεται αποκλειστικά στην οξεία οικονομική κρίση και στην αυξανόμενη ανεργία, μπροστά στην οποία οι νέοι επιλέγουν να καταταγούν στο στράτευμα, για να απαλλαγούν από μία υποχρέωση, σε μία περίοδο που θεωρείται απίθανο να εξεύρουν εργασία. Το ποσοστό αυτό βέβαια αντανακλά μία άλλη αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας, η οποία είναι η διαχρονική της ανικανότητα να αντιμετωπίσει το γνωστό πρόβλημα της αποφυγής στρατεύσεως, με συνεχείς αναβολές κ.λπ., με κατάληξη έναν μικρότερο χρόνο θητείας (σ.σ. Ο μόνος που επιχείρησε να επιλύσει αυτό το πρόβλημα ήταν ο πρώην υφυπουργός Άμυνας Ιωάννης Λαμπρόπουλος). Με πιθανότερη την εκδοχή ότι η παρούσα οικονομική κατάσταση θα παραμείνει ως έχει για αρκετό καιρό ακόμη και ότι το φαινόμενο της προθυμίας για στράτευση θα συνεχισθεί, υπάρχει ο κίνδυνος το ζωτικό θέμα της διάρκειας της θητείας να παραμείνει ως έχει για καιρό ακόμη, δεδομένου ότι τα πιεστικά προβλήματα της επανδρώσεως των μονάδων θα περιορισθούν σε κάποιον βαθμό.

ΕΠΟΠοιία

Το βασικό, όμως, πρόβλημα της εννεάμηνης θητείας δεν είναι μόνο το πρόβλημα της μειωμένης επανδρώσεως. Είναι ότι με τη θητεία στους εννέα μήνες, ο εκπαιδευτικός κύκλος των στρατευσίμων δεν ολοκληρώνεται, και αυτό που μπορεί τελικώς να παρατάξει ο Ε.Σ. -σε περίπτωση ανάγκης- είναι ένας αριθμός μισοεκπαιδευμένων... πολιτών.

Εξ αυτών και αναλόγως με το πότε θα εκδηλωθεί κάποια κρίση, ορισμένοι θα έχουν εκπαίδευση 2-3 μηνών, άλλοι 5-6 και ελάχιστοι κοντά στους 8-9 μήνες, οι οποίοι (οι τελευταίοι) θα μπορούν να ανταποκριθούν, οριακώς κατά την άποψη μας, στα καθήκοντα ενός στρατιώτη. Αν στα παραπάνω συνυπολογισθεί ότι με τον τρόπο αυτό δεν παράγεται εκπαιδευμένη εφεδρεία και ότι ο Ε.Σ. στην ουσία είναι ένας επιστρατευόμενος στρατός, οι επιπτώσεις από τη διατήρηση της θητείας στους εννέα μήνες είναι προφανείς.

Η οικονομική διάσταση του ίδιου προβλήματος είναι ακόμη χειρότερη. Σε δημοσίευμα του «ΚτΕ» της 30ής Ιανουαρίου 2010 («Πανάκριβη και καταστροφική η μείωση της θητείας - Η υιοθέτηση του ημιεπαγγελματικού μοντέλου και η προοπτική αύξησης των έμμισθων οπλιτών ροκανίζρυν τον ήδη ισχνό αμυντικό προϋπολογισμό»), είχαν επισημανθεί οι τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις από το κόστος υιοθετήσεως ενός μοντέλου που η χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να συντηρήσει.

Στο άρθρο αυτό επισημαίναμε ότι η πρόσληψη ΕΠΟΠ ήταν επιβεβλημένη, όχι μόνο λόγω των αναγκών χειρισμού των σύγχρονων οπλικών συστημάτων, αλλά και λόγω της ανάγκης καλύψεως των κενών που προκάλεσε η εγκληματική απόφαση του προηγούμενου ΥΕΘΑ Ευ. Μεϊμαράκη (δύο μόλις μήνες πριν από τις εκλογές του 2009) να περικόψει -με το έτσι θέλω και χωρίς να ρωτήσει κανέναν- τη θητεία από 12 σε 9 μήνες. Η «μαυρογυαλούρεια» αυτή απόφαση δεν απέφερε, βέβαια, κανένα εκλογικό όφελος στο κόμμα του στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, πράγμα που συνέβη και με τον εξίσου «ρέκτη» ΥΕΘΑ της προηγούμενης διακυβέρνησης, Γ. Παπαντωνίου, ο οποίος περιέκοψε και αυτός (από το 2002) αυθαίρετα τη θητεία από τους 15 στους 12 μήνες («ΚτΕ», 2.12.2001), χωρίς να αποκομίσει και αυτού το κόμμα κανένα όφελος στις εκλογές του 2004.

Στο άρθρο του «ΚτΕ» της 30ής Ιανουαρίου 2010, είχε δοθεί το ενδεικτικό κόστος 20.000 ΕΠΟΠ, με τον καθέναν από αυτούς να κοστίζει στο κράτος περί τα 1.300 ευρώ τον μήνα (μαζί με την ασφάλιση, ιατρική περίθαλψη, συνταξιοδοτικό, επιδόματα κ.λπ.), το οποίο ανερχόταν στο εξωφρενικό ποσό των 364 εκατ. ευρώ! (1.300x14x20.000). Συγκρινόμενο με το κόστος των 364 εκατ. ευρώ για 20.000 ΕΠΟΠ, το κόστος 40.000 εφέδρων στρατιωτών για 12 μήνες και με βάση τον... μισθό των 8,5 ευρώ τον μήνα, ήταν μόλις 4 εκατ. ευρώ (4.080.000).

Με βάση την τεράστια αυτή διαφορά κόστους, ο «ΚτΕ» είχε προτείνει στην επόμενη σελίδα του ίδιου φύλλου («Καλοπληρωμένοι ΕΠΟΠ, ή μερικώς αμειβόμενοι έφεδροι») την υιοθέτηση ενός μεικτού, αλλά πλέον οικονομικού μοντέλου θητείας 15 μηνών, εκ των οποίων οι εννέα μήνες θα ήταν με τον σημερινό μισθό και οι επιπλέον έξι με μισθό 500 ευρώ, συν άλλα 180 για ασφάλιση στο ΙΚΑ, ήταν ένα σύνολο 680 ευρώ, που είναι ο μισθός ενός δόκιμου αξιωματικού. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο ο χρόνος αυτός θα αναγνωριζόταν ως συντάξιμος όπως τώρα, αλλά ο Έλληνας στρατιώτης, που υπηρετεί ανασφάλιστος, θα είχε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ατυχήματος, το δε ΙΚΑ θα είχε μία επιπλέον πρόσοδο. Με βάση τον ίδιο συλλογισμό, είχε υπολογισθεί ότι σε περίπτωση που το ήμισυ των περίπου 40.000 στρατευσίμων δεχόταν να υπηρετήσει για-άλλους έξι μήνες με τους όρους αυτούς, το κόστος τους θα ανερχόταν σε 81,6 εκατ. ευρώ, έναντι 156 εκατ. για ισάριθμο αριθμό ΕΠΟΠ και για το ίδιο χρονικό διάστημα.

Μεγάλα λόγια

Το θέμα αυτό έθιξε ο ΥΕΘΑ κ. Ευάγγ. Βενιζέλος στη συνέντευξη του στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, χωρίς όμως να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες, πέραν της δηλώσεως του ότι αυτό εξετάζεται, ή να δώσει συγκεκριμένο ποσό για την αμοιβή όσων στρατιωτών αποφασίσουν να παραμείνουν για λίγο ακόμη στο στράτευμα, περιοριζόμενος να αναφέρει ότι τούτο είναι συνάρτηση των κονδυλίων που θα διαθέσει το υπουργείο Οικονομικών.

Έξι ημέρες αργότερα (8/9/2010), όμως, ομιλώντας στη Βουλή, ο αναπληρωτής του κ. Μπεγλίτης ανεφέρθη στον κ. Μεϊμαράκη, «που εσπευσμένα, πρόχειρα, αποσπασματικά τον Αύγουστο του 2009 μείωσε σε εννέα μήνες τη στρατιωτική θητεία, χωρίς προετοιμασία, χωρίς μελέτη, χωρίς να δούμε τη νέα κάθετη δομή διοίκησης και κυρίως χωρίς να δούμε τη νέα δομή δυνάμεων και τις νέες οροφές που έχουν ανάγκη οι ΑΕΔ». «Εννέα μήνες στρατιωτική θητεία! Ξέρετε πού βρεθήκαμε; Ρωτήστε τη στρατιωτική ηγεσία, την ηγεσία των Ε.Δ. σε τι ποσοστά είναι σήμερα η πληρότητα των μειζόνων ή ελασσόνων στρατιωτικών σχηματισμών ανά την Ελλάδα. Αυτή η απροετοίμαστη και αψυχολόγητη μείωση, στο όνομα της εκλογικής σκοπιμότητας, έναν μήνα πριν από τις εκλογές, μας έχει οδηγήσει σε πολύ σοβαρά προβλήματα και πρέπει να πάρουμε αποφάσεις».

Έπειτα από αυτό θα περίμενε να ακούσει κανείς ότι επιτέλους η νέα πολιτική ηγεσία, που φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση του προβλήματος, θα είχε το θάρρος να πάρει μια πολιτική απόφαση για την επανόρθωση του εγκληματικού σφάλματος Μεϊμαράκη. Ποια ήταν η συνέχεια του λόγου του κ. Μπεγλίτη; «Ναι, η στρατιωτική θητεία θα συνεχίσει», να παραμένει ως έχει, «δεν θα αυξηθεί». «'Οχι, δεν έχουμε καμία πρόθεση να αυξήσουμε τη στρατιωτική θητεία». Με άλλα λόγια, κακά, πολύ κακά, κάκιστα έκανε αυτό που έκανε ο κ. Μεϊμαράκης, αλλά εμείς, αν και το ξέρουμε πολύ καλά αυτό, το συνεχίζουμε...

Δει δη χρημάτων

Μέχρι εδώ θα λέγαμε όλα καλά, η παράδοση της πολιτικής ηγεσίας παραμένει στο γνωστό της ύψος. Μόνο που τώρα το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με την υπευθυνότητα της πολιτικής ηγεσίας σε σχέση με τον ευαίσθητο τομέα της άμυνας, αλλά και με οικονομικές παραμέτρους. Διότι όταν η πολιτική ηγεσία μειώνει για τους ιδιοτελείς της λόγους τη θητεία, σε βαθμό που -για να αναπληρώσει τις απώλειες σε προσωπικό- αναγκάζεται να προβεί στην πρόσληψη περισσότερων ΕΠΟΠ από όσους πραγματικά χρειάζεται (σ.σ.: Ο αριθμός τους ρεαλιστικά εκτιμάται περίπου σε 10.000) και, αντί να αυξάνει ανάλογα τον αμυντικό προϋπολογισμό, τον διατηρεί στα ίδια επίπεδα (και τώρα τον μειώνει), αυτό που συμβαίνει είναι απλό: Ένα δυσανάλογα μεγάλο τμήμα του ισχνού αμυντικού προϋπολογισμού αναλώνεται αναγκαστικά στην κάλυψη των αμοιβών των ΕΠΟΠ, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της ετοιμότητας, λόγω ελλείψεως κονδυλίων για τη συντήρηση υλικού, προμήθεια ανταλλακτικών κ.λπ.

Αν και τώρα, υπό αυτές τις οικονομικές συνθήκες, οι οποίες προβλέπεται να συνεχισθούν και εν όψει της παρούσης καταστάσεως των Ε.Δ., δεν γίνεται κατανοητή η ανάγκη για επανεξέταση ενός πανάκριβου μοντέλου στρατεύσεως, που η χώρα περισσότερο από ποτέ δεν έχει τώρα την πολυτέλεια να συνεχίσει να ακολουθεί, τότε οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσεως στην άμυνα μάλλον δεν έχουν γίνει αντιληπτές.

Σε ορίζοντα ολίγων ετών, εντός πάντα της περιόδου της λιτότητας (σ.σ. ευφημισμός) του μνημονίου, η μείωση του αριθμού των ΕΠΟΠ στον απολύτως αναγκαίο αριθμό τους, η απασχόληση τους στους τομείς για τους οποίους προσελήφθησαν, η μετάταξη των υπολοίπων στην ΕΛ.ΑΣ. ή στο Πυροσβεστικό Σώμα και η υιοθέτηση του μεικτού μοντέλου, που προτείνει η στήλη, μπορεί να εξοικονομήσουν εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία μπορούν να διατεθούν για την ανάταξη του ταλαιπωρημένου αμυντικού μηχανισμού της χώρας ή, αν θέλετε, για την... πράσινη ανάπτυξη.

[ΚτΕ (04-12-2010) – ΜΑΝΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ]
(Σ.Λ.)



Δεν υπάρχουν σχόλια: