Η εν χορδαίς και οργάνοις υποδοχή στα διάφορα αθηναϊκά κλαμπς και η «φιλοξενία» τους στα τηλεοπτικά παράθυρα προκλητικών μοντέλων, αμφιβόλου φύλου κυριών με πληθωρικό στήθος και σιλικόνη και επί χρήμασι εκδικομένων «καλλονών», με θράσος απύθμενο και με τον απαραίτητο «κάλο» στον εγκέφαλο, μου θυμίζουν κατά καιρούς μια ταινία του Μπουνιουέλ «Η ωραία της ημέρας». Ένας πολύ σοβαρός και απρόσιτος δικαστής πήγαινε σε… κρυφόσπιτο «ίνα ερασθεί» με την ωραία.
Αλλά αντί ερώτων ήθελε να τον μαστιγώνει άγρια με το μαστίγιο και εκείνος να μπουσουλάει ως υπομονετικό και πειθήνιο τετράποδο. Αυτό αγαπούσε ο δικαστής και φυσικά το πλήρωνε ακριβά. Τα βίτσια πληρώνονται. Παλιά, δεν θυμάμαι οι Έλληνες να είχαμε βίτσια και μάλιστα ακριβά. Από τότε που φάγαμε πίτσα καπριτσιόζα και βιτσιόζα, οι Έλληνες αποκτήσαμε (;) βίτσια.
Οι Έλληνες από κάποιο ίσως έμφυτο μαζοχισμό ηδονιζόμαστε με τη θέα και πολύ περισσότερο με το βίωμα των πιο περίεργων καταστάσεων. Και ψυχαγωγούμαστε με την πρόκληση και ενίοτε τη χυδαιότητα, που μας «σερβίρουν» από την τηλεόραση και τα… κομματικά γραφεία. Έτσι, μπροστά στο μιθριδατισμό του λαού, οι εκφραστές της εξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, ικανοποιούν τα… βίτσια των Ελλήνων με τίμημα πάντα ακριβό.
Είναι πολλά τα βίτσια των Ελλήνων. Τόσα πολλά που υποθηκεύουν το μέλλον μας. Και συνεχώς προστίθενται νέα βίτσια. Τα τελευταία χρόνια καταλάβαμε ότι δουλεύουν τα κορόιδα και καλοζούν οι έξυπνοι. Είπαμε λοιπόν: Κάτω τα κορόιδα. Με άλμα επί κοντώ περάσαμε στην από ‘κει μεριά. Στους έξυπνους. Το αποτέλεσμα: Να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε. Σε τι; Στο ποιος κουτός θα δουλέψει για να φάνε οι έξυπνοι. Να ο πληθωρισμός, να η ανεργία, να η πτώση της παραγωγικότητας, να το εξωτερικό χρέος, να η γενίκευση της δυσβάστακτης φορολογίας, να η χρόνια λιτότητα. Περιμένουν οι Έλληνες να φτωχύνουν ο Λάτσης, ο Βαρδινογιάννης, ο Κόκκαλης, γιατί πειστήκανε ότι δεν πρόκειται να γίνουν σαν κι αυτούς. Ακριβό βίτσιο η εκδίκηση!..
Βίτσιο μας κι αν δεν είναι η παθητική παρακολούθηση των σκανδάλων και της διαφθοράς στον δημόσιο βίο. Όταν «έσκασε μύτη» το πρώτο σκάνδαλο, πριν από χρόνια με τον Κοσκωτά, λυσσάξαμε οι Έλληνες. Όταν βγήκε το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το μυριοστό, συνηθίσαμε. Ούτε παραιτήσεις αρμοδίων, ούτε πολιτικές αναταράξεις, ούτε κομματικές μονομαχίες της προκοπής. Κάποιοι Έλληνες με ροπή έστω στην αντίδραση νιώθουν ως οι έσχατοι των ρομαντικών… Το βίτσιο του Έλληνα είναι ότι η στενοχώρια του δεν είναι η κομπίνα, αλλά το ότι είναι εκτός κομπίνας. Στην σημερινή ψυχολογία του Έλληνα, αφού πέρασε από τη θεωρία «η δουλειά είναι δουλεία», έφτασε στη λατρεία της κομπίνας…
Δεν είναι βίτσιο το… σύνδρομο της προοδευτικότητας; Έχει αποδιαλύσει την ελληνική κοινωνία. Η σοσιαλιστική επιδρομή – χωρίς σοσιαλισμό – που αριστοτεχνικά είχε σχεδιάσει ο μακαρίτης Ανδρέας Παπανδρέου, για να απομυθοποιήσει εντελώς τους συνώνυμους –ισμούς, γέννησε το τερατόμορφο πρόσωπο του σημερινού Έλληνα. Η λεγόμενη «προοδευτικότητα» που τη μονοπωλούσε, χωρίς όμως ευρύτερους αποδέκτες η Αριστερά, έμεινε άστεγη. Οπότε οι «προοδευτικοί» στο χώρο του ξεπερασμένου βερμπαλισμού, έπρεπε κάποιαν ώρα ν’ αντιμετωπίσουν την πράξη. Η ιδιότυπη ελληνική κοινωνία περιέπεσε στη σοσιαλμανία, χωρίς σοσιαλισμό. Αυτή η μανία έγινε προϊόντος του χρόνου σχιζοφρένεια πολιτική και κοινωνική, γιατί ακριβώς έχασε το μύθο της λογικής αιτιολογίας της «Δεξιάς». Δεν είναι βίτσιο; Το να επιμένεις σοσιαλιστικά χωρίς σοσιαλισμό ή θρησκευτικά χωρίς θρησκεία, διανοίγεις το κενό μεταξύ λογικής και παραλόγου. Η «προοδευτικότητα» έμεινε μετέωρη με το πραγματοποιούμενο άλμα στο κενό…
Άλλο βίτσιο μας: Η αποδοχή της «στιλιζαρισμένης» πολιτικής φρασεολογίας, χωρίς να χρεώνεται με τίποτα. Να παρατηρούμε την πολιτική πράξη να έχει καταντήσει πολιτική μανιέρα. Στην Ελλάδα λόγος για επανάσταση στους διαφόρους τομείς ευθύνης, δεν μπορεί να γίνει. Και είναι φοβερό πράγμα η πολιτική ανία. Χρόνια τώρα αρκετοί Έλληνες διερωτώνται μόνιμα για τα παράξενα, τα στραβά, τα επικίνδυνα και τα τοιαύτα. Όταν ρωτάς χρόνια και δεν παίρνεις απάντηση, αλλά μια σειρά γεγονότων σου δίνουν έμμεσα μια ποικιλία απαντήσεων, παύεις να ρωτάς συγκεκριμένα. Μια αφηρημένη ή υποθετική απάντηση την έχει ο καθένας έτοιμη. Βαρετό βίτσιο: Βλέπουμε τη χαριτωμένη πλευρά του πράγματος, παρότι συμμετέχουμε στην πληρωμή της «χαριτωμένης». Έτσι, προοδευτικά το ύφος και το ήθος της εξουσίας διαμορφώνει το ύφος και το ήθος της λαϊκής συνείδησης και αποδεχόμαστε τα τρωτά και τα περίεργα, την αναξιοκρατία και την αδικία, ως φυσιολογικά στοιχεία του ελληνικού πλαισίου.
Οι Έλληνες έχουμε γενικά την εντύπωση ότι αρκετά δημιουργήσαμε ως πανάρχαιος λαός. Ως ηθικοί, τίμιοι, φιλοσοφημένοι, αγωνιστές, ιδεολόγοι, εκκλησιαζόμενοι στην Εκκλησία της Εκκλησίας και του Δήμου, τι φτιάξαμε; Αρκετά πια!.. Εμπρός στο δρόμο που χάραξε η ρεμούλα, η πρεμούρα και η μακροπρόθεσμη αμαρτία. Είναι βίτσιο; Όχι δα, υποστηρίζουν κάποιοι. Είναι απελευθέρωση από το στρες του εθνικού μεγαλείου!..
Εκεί που είμαστε αφοσιωμένοι και πιστοί ανταρτεύουμε. Εκεί που αγαπάμε με πάθος, αίφνης κατεβάζουμε ρολά. Εκεί που ηλεκτριζόμαστε από μια ιδέα, μας καταλαμβάνει η παραζάλη και εμφανίζουμε αυτοκαταστροφικές τάσεις. Βίτσιο βαρβάτο, δηλαδή. Κι όσο όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με τους ξένους, «τρωγόμαστε» μεταξύ μας και συχνά τα ξαναβρίσκουμε. Όταν, όμως, πίσω από τα… βιτσιόζικα καμώματά μας ενεδρεύει το ξένο και μακροπρόθεσμο συμφέρον, κάποιαν ώρα χανόμαστε.
Είμαστε ευρωχωριάτες. Αρπαζόμαστε από την ξιπασιά και εξαντλούμε όλο το πλάτος της αλαζονείας μας. Αυτό που πραγματικά συγκινεί, το απωθούμε. Άλλωστε, οι βαθιές συγκινήσεις απαιτούν και αυστηρή προσαρμογή. Κάποτε ήμασταν φιλόσοφοι. Τώρα γίναμε θυμόσοφοι…
Θέλουμε πάντα ισότητα στο υλικό αποτέλεσμα. Ξεχνάμε τις άνισες διαδρομές, που διανύσαμε από τη σύλληψη των ιδεών και των επιδιώξεων, ως το αποτέλεσμα. Έτσι, μας «σβερκώνουν». Μας μιλάνε οι Πιλάτοι για την ισότητα του τελικού αποτελέσματος, που δεν θα ‘ρθει ποτέ. Εμείς, πάντως, το περιμένουμε. Με την παθητική αναμονή στη σκιά των υποσχέσεων, σε μιαν έρημο πράξεων άνω των 50oC.
Μιλάμε για τα πιο περίεργα πράγματα με μια σπάνια ευκολία. Με το βίτσιο μας δεχόμαστε το γεγονός ότι ο κρατικός κορβανάς γεμίζει με το ζουμί των αγροδίαιτων χελωνών, των απλών εργαζομένων. Στα «χρυσωρυχεία» των μεγαλοεπιχειρηματιών το κράτος δεν βάζει χέρι. Ποιος πολιτικός τολμά να βάλει τα χέρια του στη φωτιά… Έχουμε και τα άλλα χρυσωρυχεία, αλλά από ‘κει δεν βγάζουμε τίποτα. Ό,τι έβγαλαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Έμειναν μόνο τα ονόματά τους. Κάποτε οι αρχαίοι στο Μαραθώνα «χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν». Αλλά, τούτος ο τόπος πάντα γεννάει τους ρομαντικούς Θερμοπυλιώτες που «προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος και οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε», όπως λέει ο Καβάφης.
Μας έγινε βίτσιο και μάλιστα ιδιαίτερα «μοδάτο» η ξενολεξιλαγνεία. Μαζί με τα ξένα προϊόντα που εισάγουμε και τις λέξεις τους, μας ήρθε ο ματεριαλισμός, ο μαξιμαλισμός, ο στρουκτουραλισμός και πλήθος άλλες ιδέες, ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Μας ήρθε το λεγόμενο λάιφ στάιλ λεξιλόγιο κι ένας παράξενος πλούτος ιδεολογημάτων. Λέξεις που «τραυμάτισαν» τη γλωσσική μας ευαισθησία, που σταδιακά αμβλύνεται και εμείς μένουμε μ’ ένα γλωσσικό όργανο που τείνει να καταντήσει βάρβαρο.
Μας «ελκύουν» οι κομματικοί «ένθετοι» και οι βλάκες των μηχανισμών της πολιτικής. Ποιοι είναι οι ένθετοι; Κατ’ αρχήν ένθετο είναι ό,τι μπαίνει ανάμεσα στις σελίδες ενός εντύπου. Έτσι είναι οι… κομματικοί ένθετοι στη λειτουργία και την οργάνωση του κράτους. Αυτά τα… νήπια του μυαλού με απογυμνωμένο το κοινωνικό συναίσθημα, μοιάζουν με όντα αποχαυνωμένα, που γίνονται μια φρικτή πληγή για τον πολίτη, για την κοινωνία, για το κράτος και φυσικά για το κόμμα που τους προωθεί σε θέσεις ευθύνης. Αποτελούν τον πολυσύνθετο τύπο του βλάκα που συνασπίζεται με τους ομοίους του, για να υψώσουν το φράγμα της αναξιοκρατίας. Ο κομματικός ένθετος και βλάκας είτε ως θύμα, είτε ως θύτης, είτε ως άρχων, είτε ως αρχόμενος, είτε ως απατεών, είτε ως «κούτσουρο», είναι η αιτία εξοβελισμού των αξιών και των αξίων.
Πώς καταντήσαμε Έλληνες! Πώς μας κατάντησαν Έλληνες! Αυθαιρεσίες και ετσιθελισμός. Απομειώνεται η τιμή και το φιλότιμο του Έλληνα. Αυτό το «ψωροφιλότιμο», η μπέσα, η ευθιξία, ήταν η κληρονομιά μας και το κρυφό καμάρι μας. Καταντήσαμε να μην το έχουμε στις αποσκευές μας στην πορεία μας προς το μέλλον.
Καταντήσαμε «βιτσιόζοι» θεατές των πολιτικών δρώμενων και του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Με την Αριστερά να… σκοντάφτει στο δόγμα και να μένει έξω από τη διαλεκτική των πραγματικοτήτων. Τα δε άλλα κόμματα, εκτός της Βουλής, να αναζητούν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κι όταν τη βρίσκουν, να βουτάνε μέσα και να βγαίνουν περισσότερο ανάπηρα απ’ όσο μπήκανε. Οι πολιτικοί όροι ευτελίζονται. Ο όρος «Δεξιά» δεν εκφράζει την άλλη παράταξη, όπως δεν εκφράζει τίποτα ο όρος «Αριστερά». Είναι σχηματικοί όροι, λέξεις κάποιας λαϊκής συνεννόησης, όχι σημασίας.
Όταν οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί, με τους οποίους θέλουμε να συνυπάρξουμε ισότιμα, φροντίζουν πώς θα διαρθρώσουν προς το καλύτερο της ζωή τους, εμείς φροντίζουμε πώς θα ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλον. Και η πολιτική εξουσία όλους μας. Τι θα πει ξεγέλασμα; Στους εξ αριστερών λέμε φταίνε οι εκ δεξιών. Στους φτωχούς ότι φταίνε οι πλούσιοι. Στους πλούσιους ότι ελλοχεύει η πονηρία των φτωχών. Σ’ όλους ότι φταίνε οι διεθνείς συγκυρίες. Στον Μολώχ πολιτικών σκοπιμοτήτων, με τη βιτσιόζικη ανοχή μας, το έθνος των Ελλήνων κινδυνεύει να αποκοπεί από την ιστορική του συνέχεια και συνέπεια. Πότε θα καταλάβουμε ότι δεν έχουμε άλλο σκαρί από το έθνος; Να το καταποντίσουμε; Με τι θα ταξιδέψουμε στην ιστορία;..
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΥΡΜΟΓΛΟΥ/www.statesmen.gr
2 σχόλια:
Ταγοί, δήλα-δή ‘Ηγέτες-Άρχοντες
- Υπήρχαν κάποτε, πού λέτε, κάποιοι ανώτατοι άρχοντες στα ύπατα αξιώματα με κύρος, ευπρέπεια καί ακτινοβολία. Η εικόνα τους καί μόνον, ήταν εικόνα λάμψης καί μεγαλείου, πού ενέπνεε ένα σέβας καί δέος χρήσιμο καί πρέπον καί μια κάποια σιγουριά καί εμπιστοσύνη.
Υπήρχαν άρχοντες προικισμένοι καί τρανταχτοί με το δικό τους φωτοστέφανο, ορμώμενοι κατά κανόνα από την κορυφή του πολιτικού, του στρατιωτικού ή καί του πνευματικού μας χώρου. Είχαν ακτινοβολία από την Εθνική, Πατριωτική ή Πνευματική τους δράση, τέτοια, ώστε παρά τις όποιες τυχόν προσωπικές αντιρρήσεις, αμφισβητήσεις ή καί προτιμήσεις μας, να βρίσκουμε ότι ήσαν στα καθήκοντά τους, σεβαστοί καί καταξιωμένοι.
Είχαμε, εμείς οι Έλληνες, ευεργέτες, αγωνιστές, ονόματα δικαιωμένα καί καταχωρημένα στην Ιστορία μας. Είχαμε Εθνάρχες, Ιεράρχες, Ηγέτες καί μεγάλα πνεύματα των Τεχνών καί των Επιστημών. Δήλα-δή ‘Ηγέτες Σύμβολα!!!
Είχαμε όμως καί κάτι άλλο, που στις μέρες μας, μάλλον σπανίζει. Είχαμε ‘Ηρωες! Δεν είναι αρεστός σήμερα ο όρος, ίσως, αλλά τί να κάνουμε, μας «προέκυψαν» καί τους είχαμε. καί θα τους έχουμε εις πείσμα άλλων πού αλλότρια επιθυμούσι.
‘Εάν διευρύνουμε λίγο την οπτική μας, θα δούμε ότι στις θέσεις των επισήμων μας κάθισαν κάποτε ο Θησέας, ο Περικλής, ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Αλέξανδρος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Πίνδαρος, ο Σόλωνας, ο Λυκούργος, ο Κολοκοτρώνης, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Σικελιανός και… πάρα-πάρα πολλοί άλλοι.
Τέτοιους Ηγέτες καί Επιστήμονες, καί άλλους πολλούς ακόμα, είχαμε αξιωθεί μέχρι προ τινος. Τους βλέπαμε σε δοξολογίες, σε καταθέσεις στεφανιών ή καί σε απονομές. Τους είδαμε σε μέγαρα, σε πλατείες, σε στάδια, σε θέατρα, σε τελετές. Τους είδαμε ευπρεπείς! Εκεί πού ο Λαός, τον οποίον εκπροσωπούσαν, έκρινε ότι έπρεπε, έστω.. καί τυπικώς καί τελετουργικώς κατά το πρωτόκολλον, να στέκονται για να διακρίνονται άξιοι καί τιμημένοι!!! Εκεί, στις θέσεις των Επισήμων.
Α΄μέρος
Β΄μέρος
- Βέβαια, κάποια στιγμή «ζητήσαμε» εμείς οι ίδιοι (;) μια κοινωνική ανακατάταξη, μια αλλαγή τέλος πάντων. Αυτό, όμως, που προέκυψε από τη ανάγκη αυτή, της «αλλαγής», μόνον σκεπτικισμό καί ελαφρύ μειδίαμα προκαλεί! Οι «μεγάλοι» πλέον, να μοιάζουν αστείοι καί ξένοι προς τον τίτλο, πού με τεχνάσματα παρέλαβαν καί κουβαλάνε. Καθημερινά να προκαλούν την ευθυμία, τον γέλωτα, τον χλευασμό, την ειρωνεία! Αδέξιοι, άμουσοι, γλωσσοπένητες, άρπαγες, ασελγομανείς, φαύλοι, δημαγωγοί, πλέρια ανυπότακτοι, αστράτευτοι, καταχραστές, φοροφυγάδες, βλάσφημοι, πόρνοι, μοιχοί, τυχοδιώκτες, έγκριτοι παμφάγοι γουρουνοειδείς, γελοίοι, φιλοτομαριστές, αξιολύπητοι πού μερικές φορές δεν μπόρεσαν να πείσουν, ούτε καί τους εαυτούς τους.. .. κουστουμαρισμένα μορμωλύκια (κουρκουλούκια και σκιάχτρα) των μποστανιών, σκύβαλα των (σ)αλωνιών, ξεχειλισμένοι κάδοι απορριμμάτων εορταστικού τριημέρου, οχετοί βοθρολυμάτων. Πολλούς από αυτούς, τους έπιασε ο φακός καί το μάτι τού κόσμου, σε κοινή θέα, «φτιαγμένους», μεθυσμένους, τρικλυζομένους, σε πίστες καί σε πόζες παράδοξου χυδαίου χορευτικού οίστρου, να τα «σπάνε», πάνω σε μία χωρίς προηγούμενο, έξαρση λαϊκίστικης κραιπάλης, στο όνομα της «αλλαγής», της μεταρρύθμισης, της κάθαρσης, της επανίδρυσης, της κουμπαριάς. Και κατά τούς άρχοντες ..καί ο Λαός! σε απόλυτη μίμηση, ταύτιση καί αντιγραφή. Καί τσούουπ νάσου η κρίση, να παρελαύνει, κουνιστή, λυγιστή καί καμαρωτή, χρόνια τώρα!!! ανενόχλητη πλέον μπροστά μας !!! Χειροκροτείστε την!
Ακόμα πιο επικίνδυνο είναι, πως αυτή η συμπεριφορά, αυτές «οι αξίες» αυτές οι σημαντότητες έγιναν τόσο κοινές στις μέρες μας, ώστε ελάχιστα εκπλήσσουν καί προ πάντων κανέναν απολύτως δεν προβληματίζουν…Τα πάντα «φαίνεται;» να έχουν ανατραπεί, αντιστραφεί, διαστραφεί, απαξιωθεί, εκποιηθεί, καταστραφεί να έχουν ισοπεδωθεί!. Από τα πιό σπουδαία έως τα πιό απλά καί καθημερινά συμβαίνοντα. ΄Από την σημασία καί κυριολεξία των όρων, έως την οποιαδήποτε πραγμάτωση, κι από την πρόκριση των στόχων μας, έως την επιλογή των ονείρων μας. Βρισκόμαστε σε ένα «τέρμα πού δεν έχει παρακάτου», όπως λέει ο ποιητής. Ακόμα κι αν δεν είναι «οι βάρβαροι πού ήρθαν» κανένας (;) δεν το πρόσεξε!. Συμβαίνουν πολλά, καί όλα τους δεν είναι παρά απλοποιημένες λεπτομέρειες πλέον καί συνήθειες, πού σαν τέτοιες κανενός την προσοχή δεν προκαλούν. Λεπτομέρειες, όμως, πού κρίνουν τα μελλούμενα, ωσάν κι αυτή όπου ό εκφωνητής με το μαρκούτσι στο χέρι – πιστός (κ)οπαδός - καί φορέας τούτου του όμορφου κόσμου των ανάποδων καί αντιστρόφων αξιών, να αναγγέλλει καί να κράζει εν μέσω ζητωκραυγών καί χειροκροτημάτων, με στόμφο πολύ απλά καί φυσιολογικά από τα μεγάφωνά του: .. « καί στον χώρο των επισήμων κυρίες και κύριοι, βλέπουμε ήδη να έχουν πάρει τις θέσεις τους, ο κύριος δολάριος, ο νικητής του γκρίκ άϊντολ, ο βραβευμένος μίστερ σέφ, η Τζούλια, ο Φώτης, η Ελένη, η Ευγενία με τον Ηλία καί ο Σάκης. Η άμπζολουτ, η σελέμπριτις και το λάϊφ στάϊλ. Θα ακολουθήσει μικρά δεξίωσις ».
Και η αρχαία φωνή εκ του σύνεγγυς, με Δωρική φρόνηση, χρόνια τώρα, προειδοποιεί: « Φιλέει δε πώς προσημαίνει, εύτ’ άν μέλλει μεγάλα κακά πόλει ή έθνη έσεσθαι». (Σύνηθες δε είναι, όταν εις μίαν Πόλιν -Χώραν- ή Έθνος πρόκειται να συμβούν μεγάλα κακά και δυστυχήματα, να προηγούνται σχετικά προμηνύματα, σημάδια).ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤ΄, Κεφ .ΚΖ. – (ο)-(π)ολίτης γ' κατηγορίας
Δημοσίευση σχολίου