Συντάκτης: Χρήστος Γ. Κόλλιας, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση αποτελεί την μεγαλύτερη των τελευταίων ογδόντα ετών καθώς οκτώ δεκαετίες την χωρίζουν από την προηγούμενη και μεγαλύτερη κρίση του καπιταλισμού, το 1929. Οι προβλέψεις και τα σενάρια για την εξέλιξη της κρίσης που πυροδότησε η χρηματοπιστωτική τήξη που προκλήθηκε από τα γνωστά πλέον προβλήματα στην στεγαστική αγορά των ΗΠΑ είναι δυσοίωνες, και το τελευταίο διάστημα συνεχώς επιδεινούμενες, αν και κάποιοι, οι πιο αισιόδοξοι, φαίνεται να διακρίνουν φως στην άκρη της σκοτεινής σήραγγας από την οποία θα διέλθει το 2009 και το 2010 η παγκόσμια οικονομία. Δεδομένου ότι ούτως ή άλλως το βάθος, η έκταση και η διάρκεια της κρίσης δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων γνωστά, οικονομικοί οργανισμοί εκτιμούν ότι για τα επόμενα δύο έτη οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι σχεδόν μηδενικοί ή και αρνητικοί για τις περισσότερες οικονομίες του κόσμου, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης.
Μέσα σε αυτό το επί του παρόντος επιδεινούμενο οικονομικό περιβάλλον μπορούμε να προσεγγίσουμε τα ζητήματα που αφορούν στις ελληνικές και τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες αναφέροντας το χαρακτηριστικό εδάφιο από τον Θουκυδίδη όπου παρατηρεί ότι “…και έστιν ο πόλεμος ούχ όπλων το πλέον αλλά δαπάνης, δι’ ήν τα όπλα ωφελεί…” (Α83). Εν ολίγοις, η διάθεση πόρων στην άμυνα εξαρτάται απόλυτα από την οικονομία μίας χώρας. Είναι εξάλλου γνωστό ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία αποτελούν εδώ και αρκετά χρόνια τις δύο χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ σε σχετικούς φυσικά όρους, ήτοι στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ). Όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, οι στρατιωτικές δαπάνες των δύο κρατών, εκφρασμένες ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ειδικότερα από το 1974 και εντεύθεν, μετά δηλαδή την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, σταθερά υψηλότερες του μέσου όρου του συνόλου του ΝΑΤΟ.
Ειδικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, πολλές είναι οι επιπτώσεις της επιβάρυνσης που υφίσταται η ελληνική οικονομία λόγω των αναγκαστικά υψηλών αμυντικών δαπανών. Δαπάνες που αντανακλούν σε χρηματικούς όρους το τίμημα που καταβάλλουν οι Έλληνες πολίτες για να διατηρεί η χώρα μας υψηλή αποτροπή και αμυντική επάρκεια έναντι της Τουρκίας και της αναθεωρητικής στρατηγικής της. Οι αμυντικές δαπάνες επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και την δημοσιονομική κατάσταση ενώ δυσχεραίνουν ή επιβραδύνουν τις αναπτυξιακές προσπάθειες καθώς οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, ευεργετικά για την οικονομία και τους Έλληνες πολίτες, σε μία πλειάδα εναλλακτικών χρήσεων: στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική πολιτική, στις υποδομές για να αναφερθούμε σε κάποια κλασικά παραδείγματα του διλήμματος «βούτυρο ή κανόνια». Ευλόγως μπορούμε να υποθέσουμε ότι, αν δεν υφίστατο η τουρκική απειλή, η Ελλάδα δεν θα είχε κανένα απολύτως λόγο να δαπανά στην άμυνά ποσοστό του εθνικού εισοδήματος της υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ όπως φαίνεται στο Γράφημα 2.
Αν οι ελληνικές δαπάνες άμυνας ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνονταν γύρω στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ θα ήταν αντίστοιχα χαμηλότερο αν κάνουμε μόνο έναν απλό αριθμητικό υπολογισμό. Αυτό είναι το τίμημα που καταβάλλει η χώρα μας για να διατηρεί αξιόπιστη αποτροπή έναντι ενός δύστροπου και επιθετικού γείτονα ο οποίος φιλοδοξεί να καταστεί κάποτε μέλος της Ένωσης. Αλλά και σε ημερησία βάση η αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας δημιουργεί σημαντικές ταμειακές εκροές στο ελληνικό δημόσιο στον ψυχρό πόλεμο που διεξάγεται ημερησίως στους ουρανούς και στη θάλασσα του Αιγαίου αν υπολογίσουμε το κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο κόστος κάθε αναχαίτισης. Και αυτό, χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος σε ανθρώπινες απώλειες – το βαρύ φόρο αίματος – πιλότων της ΠΑ αλλά και του ΠΝ στην κρίση των Ιμίων - που χάθηκαν στην εκτέλεση της αποστολής τους στο Αιγαίο. Και όλα αυτά λόγω της συμπεριφοράς μίας χώρας που φιλοδοξεί να καταστεί (κάποτε και άνποτε) πλήρες μέλος της ΕΕ και εταίρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται από την κρίση αναμένεται να επηρεασθούν τόσο οι ελληνικές όσο και οι τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες. Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η είσοδος σε περίοδο βαθειάς ύφεσης – της μεγαλύτερης μεταπολεμικά για την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της - ούτως ή άλλως μειώνει τη δυνατότητα διάθεσης πόρων στην άμυνα όπως φυσικά και σε άλλους τομείς. Η δυσμενέστατη δημοσιονομική κατάσταση – το υψηλότατο δημόσιο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα - στην περίπτωση της Ελλάδας αποτελούν τον επιπρόσθετο κρίσιμο ανασταλτικό παράγοντα στην επένδυση πόρων στην εθνική αμυντική θωράκιση. Δεδομένης τόσο της δεινής δημοσιονομικής κατάστασης που αντανακλάται στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας το τελευταίο διάστημα και υπό το πρίσμα των αυστηρών δεσμεύσεων και περιορισμών που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης τα αμέσως επόμενα έτη αναμένεται μία στασιμότητα ίσως δε και μείωση των αμυντικών δαπανών της Ελλάδας. Αντίστοιχες τάσεις αλλά για διαφορετικούς λόγους μάλλον θα καταγράψουν και οι τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες. Αν και η δημοσιονομική θέση της γείτονος είναι σε γενικές γραμμές καλύτερη της αντίστοιχης (δημόσιο χρέος 38.8% του ΑΕΠ έναντι του 94.8% το 2007 για την Ελλάδα) η τρέχουσα κρίση έπληξε την τουρκική λίρα (Γράφημα 3) όπως ακριβώς συνέβη και το 2001 όταν η τουρκική οικονομία αντιμετώπισε μια βαθιά κρίση. Δεδομένου ότι, παρά την σημαντική ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια προϊόν μία συστηματικής και συνεπούς πολιτικής στον τομέα αυτό, η Τουρκία παραμένει σημαντικός εισαγωγέας οπλικών συστημάτων (ο πέμπτος μεγαλύτερος την περίοδο 1977-2006 όπως φαίνεται στο σχετικό Γράφημα 4), η πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας θα επηρεάσει δυσμενώς την δυνατότητα προμηθειών οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό καθώς αυτά θα καταστούν σαφώς ακριβότερα απαιτώντας μεγαλύτερες συναλλαγματικές εκροές.
Εδώ ίσως πρέπει να αναφερθεί ότι σε αντίθεση με την Τουρκία (αλλά και πολλές άλλες χώρες με σχετικά αδύναμα νομίσματα), το ευρώ προσέφερε σημαντική ομπρέλα προστασίας στην ελληνική οικονομία έναντι της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σε αυτό το σημείο ίσως θα πρέπει να αναφερθεί ότι πέραν των δυσμενών επιπτώσεων που η κρίση επιφέρει, δημιουργούνται και ευκαιρίες που θα μπορούσαν με κατάλληλους χειρισμούς να αξιοποιηθούν από την Ελλάδα. Η κρίση πλήττει την βαριά βιομηχανία της Ευρώπης και συνεπώς και την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες όπως οι THALES, EADS, Finmeccanica, DCN, Rheinmetall, Snecma, Dassault Aviation, Daimler Chrysler, GIAT Industries, Krauss-Maffei Wegman, Thyssen Krupp κ.α. αποτελούν βασικό τμήμα της βιομηχανικής ραχοκοκαλιάς της ΕΕ με εκατοντάδες χιλιάδες απασχολούμενους. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει από τους εταίρους της όχι μόνο προνομιακούς όρους δανειοδότησης για την αγορά οπλικών συστημάτων από αυτούς αλλά και τη εξαίρεση των δαπανών αυτών από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους λόγω των ιδιαίτερων και αυξημένων αμυντικών αναγκών που αντιμετωπίζει σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους εταίρους της στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας είναι από τους καλύτερους πελάτες της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση της Γαλλίας και της Γερμανίας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την δεύτερη θέση ως μεγαλύτερος αγοραστής – πελάτης τους - με μερίδιο 12% και 14% αντίστοιχα επί των συνολικών εξαγωγών τους σε αμυντικό υλικό την περίοδο 2003-07. Αυτό αναμφίβολα αποτελεί ισχυρότατο διαπραγματευτικό χαρτί για την χώρα μας και ισχυρό κίνητρο για τους ανωτέρω εταίρους μας με δεδομένη την κρίση που πλήττει τις βιομηχανίες τους για να αντιμετωπίσουν ευνοϊκά ένα τέτοιο ελληνικό αίτημα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η δημοσιονομική στενότητα των επόμενων ετών καθιστά άμεσα επιτακτική την ανάγκη για ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων που η Ελλάδα επενδύει στην εθνική άμυνα με στόχο την μεγιστοποίηση του οφέλους και την ελαχιστοποίηση του κόστους αυτής της επένδυσης.
ΣΕΕΘΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου