Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜ, ΚΕΜΑΛΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Η αντιπαράθεση του κεμαλικού κατεστημένου με την ισλαμογενή κυβέρνηση Ερντογάν οξύνεται. Επικαλούμενο τα ισχύοντα στις ώριμες δυτικές δημοκρατίες, το κυβερνών κόμμα στηλιτεύει τις αντιδράσεις των στρατιωτικών και των συμμάχων τους ως ασύμβατες με τον εξευρωπαϊσμό της χώρας, τον οποίο, κατά τα λοιπά, οι κεμαλικοί ανέκαθεν ευαγγελίζονται, και άρα ως ιδιοτελή προσκόλληση σε προνόμια.


Η πραγματικότητα είναι, ωστόσο, κάπως πιο πολύπλοκη. Παρά την επιδίωξη της ηγεσίας του να το εμφανίσει ως το μουσουλμανικό ισοδύναμο των Χριστιανοδημοκρατών της Δυτικής Ευρώπης, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που προβληματίζουν σημαντικό τμήμα της τουρκικής κοινής γνώμης και αρκετούς παρατηρητές εκτός Τουρκίας. Καθώς μήτρα του είναι το ισλαμικό «Κόμμα της Ευημερίας» του κ. Ερμπακάν – το οποίο ο στρατός απεμάκρυνε από την εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, φοβούμενος τον εξισλαμισμό της τουρκικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Και του οποίου ο κ. Ερντογάν – όπως άλλωστε και πολλά άλλα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος – υπήρξε ένθερμος οπαδός.. Ήταν τότε που ο σημερινός πρωθυπουργός απεφάνθη ότι «η δημοκρατία είναι σαν ένα λεωφορείο. Όταν φθάσεις στη στάση σου, κατεβαίνεις.» (βλ. Deborah Sontag, The Erdogan Experiment, “New York Times”, 11-5-2003).

Και ναι μεν, ο κ. Ερντογάν έχει έκτοτε παράσχει τη διαβεβαίωση ότι αναθεώρησε τις απόψεις του, πλην όμως δεν εκπλήσσει ότι οι κοσμικοί επικριτές του δεν είναι πεπεισμένοι για την ειλικρίνεια της μεταμέλειάς του αυτής. Τόσω μάλλον που του καταμαρτυρούν αυταρχισμό και συκοφάντηση των κοσμικών αντιπάλων του. Ενώ ερωτήματα εγείρει και η τάση του να συγχρωτίζεται διεθνώς, εν ονόματι και της θρησκευτικής συγγένειας, με αμφιλεγόμενους εταίρους, όπως οι Ιρανοί αγιατολάδες και ο καταζητούμενος από την Χάγη πρόεδρος του Σουδάν.

Εν πάση όμως περιπτώσει, η μανιχαϊκή ερμηνεία των εσωτερικών τουρκικών δρωμένων ως σύγκρουσης μεταξύ δημοκρατικών δυνάμεων και στρατοκρατίας απέχει αρκετά της πραγματικότητας – και πάντως δυσκολεύει την κατανόηση της δυναμικής των. Ο κεμαλισμός παραμένει ισχυρός, εδραζόμενος, όχι μόνο στις Ένοπλες Δυνάμεις και τη Δικαιοσύνη, αλλά και σε μεγάλο μέρος της Διοίκησης γενικότερα και – το και κρισιμότερο – της κοινής γνώμης. Και ο Τούρκος πρωθυπουργός ασφαλώς το γνωρίζει. Όπερ αναμφίβολα εξηγεί γιατί αποφεύγει την ευθεία σύγκρουση με τους κοσμικούς αντιπάλους του. Με πιθανότερη έκβαση της κρίσης την επίτευξη ενός συμβιβασμού, που ενώ θα εκχωρεί ευρύτερο πεδίο πρωτοβουλιών στην εκλεγμένη κυβέρνηση, θα διασφαλίζει συγχρόνως τη σχετική αυτονομία του στρατεύματος – και, επομένως, και τον ρόλο του ως αθόρυβου εγγυητή του κοσμικού πολιτεύματος.

Κατά τα λοιπά, θα ήταν μέγα λάθος εμείς οι Έλληνες να επενδύσουμε προσδοκίες στην εσωτερική αυτή τουρκική διαπάλη. Σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό, οι δύο ερίζουσες παρατάξεις ουσιαστικά ταυτίζονται. Και συνεπώς έχουμε κάθε λόγο να διατηρούμε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και με τις δύο. Σημειωτέον δε ότι οι στρατιωτικοί τυγχάνουν κατ’ αρχήν ασφαλέστεροι συνομιλητές, καθότι ενεργούν με κριτήριο τον στρατηγικό ρεαλισμό – και όχι θρησκευτικές δοξασίες, οι οποίες κατά κανόνα οξύνουν τις αντιπαραθέσεις και δυσχεραίνουν τη γεφύρωση των διαφορών.
Γ. Ε. ΣΕΚΕΡΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια: