Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στην Κ. Ελευθεροτυπία για το άρθρο 86 του Συντάγματος και την ποινική ευθύνη υπουργών

Εύκολοι μύθοι και δύσκολες αλήθειες για το άρθρο 86 του Συντάγματος
και την ποινική ευθύνη υπουργών.

Στο πασχαλινό φύλλο της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», δημοσιεύτηκε ολοσέλιδο άρθρο της κας Μαριάννας Πολυχρονιάδου με τον τίτλο «La lois c’ est moi», υπέρτιτλο «το συνταγματικό πραξικόπημα του 2011» και υπότιτλο «πώς η (αντι)συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 και ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης υπουργών άνοιξαν πριν από μία δεκαετία το δρόμο την κερκόπορτα για το μνημόνιο»!

Οι τίτλοι συνοψίζουν και την επιχειρηματολογία της συνεργάτιδός σας που θεωρεί, επιπλέον των άλλων, το νόμο περί ευθύνης υπουργών ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης.

Είναι δυστυχώς συνηθισμένο να κυκλοφορούν γύρω από μεγάλα θέματα του δημοσίου βίου εύκολοι μύθοι οφειλόμενοι είτε σε άγνοια είτε σε δημαγωγία.

Είδα στο ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας σας, σε προγενέστερα κείμενα της κας Πολυχρονιάδου να υπογράφει ως διδάκτωρ της επιστήμης των ΜΜΕ. Αυτό με καθησυχάζει κάπως, γιατί καταλαβαίνω ότι η κ. Πολυχρονιάδου δεν είναι νομικός.

Αν όμως δεν είναι νομικός, πριν υποστηρίξει με τόση βεβαιότητα και δημοσιεύσει σε μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα αυτές τις απόψεις θα έπρεπε να διασταυρώσει τις πληροφορίες της με κάποιον που γνωρίζει στοιχειωδώς τα θέματα.

Ας επαναλάβουμε λοιπόν ορισμένα πράγματα για την Αναθεώρηση του 2001 και ειδικότερα για το άρθρο 86.

Η Αναθεώρηση του 2001 ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1995, μετά το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, που ταυτόχρονα ανακοίνωσε την πρόθεση της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ να αναστείλει τις ποινικές διαδικασίες που είχαν κινηθεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος κατά του πρώην Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και υπουργών της κυβέρνησης του.

Το άρθρο 86 είναι όμως μόνο μία από τις 89 συνολικά διατάξεις που κατέστησαν αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας η οποία ολοκληρώθηκε επτά χρόνια αργότερα.

Η Αναθεώρηση του 2001 ήταν εκτεταμένη (σχεδόν ολική) και πρωτίστως συναινετική καθώς, όπως επιβάλλει άλλωστε το ίδιο το άρθρο 110 του Συντάγματος, υπερψηφίστηκε από την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή πρακτικά τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη Νέα Δημοκρατία, είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη φάση τη διαδικασίας.

Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, όπως διαμορφώθηκε το 2001 και έμεινε ευτυχώς αλώβητο το 2008, είναι το βασικό θεσμικό όπλο κάθε πολίτη που αγωνίζεται για το σεβασμό των δικαιωμάτων του.

Το άρθρο 24 και η προστασία του Περιβάλλοντος, οι Ανεξάρτητες Αρχές, το νέο θεσμικό πλαίσιο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που οδήγησε στον «Καλλικράτη», οι νέοι κανόνες για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, η πλήρης συνταγματική θεμελίωση της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι νέοι κανόνες λειτουργίας της Βουλής σε κρίσιμα θέματα, όπως ο προϋπολογισμός, η απαγόρευση της απροσδόκητης και άμεσης αλλαγής του εκλογικού νόμου, η εναλλακτική θητεία των αντιρρησιών συνείδησης, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της γενετικής ταυτότητας, η αρχή της τριτενέργειας, δηλαδή της ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, η αρχή της αναλογικότητας και όλο το περιεχόμενο του άρθρου 25 που συνιστά την ολοκλήρωση του κράτους δικαίου, οφείλονται στην Αναθεώρηση του 2001.

Είναι ατύχημα για το δημόσιο βίο ότι η συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος περιορίστηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών. Η κατάργηση της διάταξης αυτής το 2008 απέδειξε εξ αποτελέσματος πόσο άδικη ήταν η επίθεση κατά της θέσπισής του.

Το να γνωρίζουμε το περιεχόμενο του Συντάγματος είναι προϋπόθεση όχι μόνο για το σεβασμό του, αλλά και για την αξιοποίηση του προς όφελος του πολίτη και της κοινωνίας των πολιτών.

Είναι προφανές ότι η κα Πολυχρονιάδου νομίζει ότι το άρθρο 86 εισήχθη για πρώτη φορά το 2001 στο ελληνικό Σύνταγμα. Αγνοεί ότι η διάταξη αυτή βρίσκεται μονίμως στα ελληνικά συντάγματα από το 1844 έως σήμερα, σε πρώιμη δε μορφή από το 1822 έως σήμερα. Είναι επίσης προφανές πως θεωρεί ότι η Ελλάδα αποκλίνει στο ζήτημα αυτό από τα διεθνώς κρατούντα, ενώ η αλήθεια είναι ότι ανάλογες ρυθμίσεις υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα θεσμικώς ανεπτυγμένα συντάγματα των δυτικών κρατών, σε πολλά μάλιστα από αυτά (όπως στις ΗΠΑ), το Κοινοβούλιο είναι αρμόδιο όχι μόνο για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας αλλά και για την εκδίκαση της υπόθεσης ως δικαστήριο. Η Ελλάδα ανήκει συνεπώς στο κεντρικό ρεύμα των δυτικών χωρών από την άποψη αυτή.


Γιατί άραγε όλα τα σύγχρονα δυτικά κράτη έχουν ειδικές διατάξεις περί ευθύνης υπουργών; Για να προστατεύσουν τους εγκληματούντες πολιτικούς; Ή μήπως γιατί χωρίς τέτοιου είδους διατάξεις δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθεί μία χώρα και να ληφθούν οι αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις που διαφορετικά θα μετατρεπόντουσαν όλες σε ποινικές δικογραφίες, τουλάχιστον για παράβαση καθήκοντος

Το 2001 η σχετική ρύθμιση του Συντάγματος του 1975 έγινε από πολλές πλευρές αυστηρότερη. Διπλασιάστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο μπορεί να επιληφθεί η Βουλή. Μέχρι το 2001 ο χρόνος αυτός ήταν η πρώτη σύνοδος της κοινοβουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση της πράξης. Τώρα ο χρόνος αυτός εκτείνεται μέχρι το τέλος της Β΄ τακτικής συνόδου. Η Βουλή περιορίζεται τώρα στη διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης, ενώ η ανάκριση και κυρίως η παραπομπή στο ακροατήριο ανατίθεται σε πενταμελές δικαστικό συμβούλιο. Το 2001 ρυθμίστηκε η μεταχείριση των συμμέτοχων έτσι ώστε αυτοί να μην μπορούν να διαφύγουν από τη δικαιοδοσία της κοινής ποινικής δικαιοσύνης. Το 2001 καταργήθηκαν οι κατήγοροι βουλευτές και η εισαγγελική αρμοδιότητα ανατέθηκε σε μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται. Όλα αυτά υπερψηφίστηκαν πράγματι το 2001 από τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όταν όμως δύο χρόνια αργότερα ήλθε ο εκτελεστικός νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» (νόμος 3126/2003) με εισήγηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και νυν Προέδρου της Βουλής Φίλιππου Πετσάλνικου, αυτός υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές και του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθεί η Βουλή σε πρόσφατη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων.

Τι άλλαξε όμως το 2007-2009 σε σχέση με τα δεδομένα του 2001; Το 2001 ο δημόσιος βίος βρισκόταν ακόμη μέσα στο κλίμα της περιόδου 1989-1994. Το ζήτημα τότε ήταν η νέα κυβέρνηση να μην ποινικοποιεί τις επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ή «βεντέτας». Από το 2007 με τις υποθέσεις του Βατοπεδίου και των Ομολόγων, η ίδια η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αρνήθηκε να αξιολογήσει ποινικά στοιχεία που παρέπεμψε ενώπιον της Βουλής η Δικαιοσύνη και που αφορούσαν στελέχη της παρούσας τότε Κυβέρνησης. Εν τέλει αυτό οδήγησε στην τεχνητή διαμόρφωση των προϋποθέσεων παραγραφής αδικημάτων με την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Όλα αυτά πολύ φυσιολογικά συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και δημιούργησαν ένα νέο δεδομένο που δεν αφορούσε τις σχέσεις πολιτικής και δικαστικής εξουσίας ούτε τις σχέσεις Κυβέρνησης και Αντιπολίτευσης, αλλά τον τρόπο που κάθε κυβέρνηση και κάθε κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα και την ερμηνεία του.

Η τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία παραβίασε ευθέως το άρθρο 86 του Συντάγματος. Αυτό κατέστησε συνεπώς αναγκαία τη θέσπιση πρόσθετων εγγυήσεων. Ήδη από το 2007 έχω προτείνει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής αυτό που θεσπίστηκε τελικά με τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο περί ευθύνης υπουργών που εισηγήθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης : Την συγκρότηση συμβουλίου από δικαστικούς λειτουργούς για τον προκαταρτικό έλεγχο της κατηγορίας και την υποβοήθηση του έργου της Βουλής ήδη από το πρώτο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης. Είναι δε απολύτως αναγκαίο πράγματι, στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, η αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου να ενεργοποιείται πολύ νωρίτερα έτσι ώστε να υποβοηθείται η Βουλή αλλά και να καθίσταται πρακτικά αδύνατη η καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων από μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θέλει να προστατεύσει παρανομούντα στελέχη της. Είναι άλλωστε διεθνώς πάρα πολύ συνηθισμένο να χρειάζεται συμπλήρωση ή τροποποίηση διατάξεων επειδή όχι μόνον η πολιτική αλλά και η δικαστική εξουσία τους παρερμηνεύει ή τους καταστρατηγεί.

Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση Επιτροπής Προκαταρτικής Εξέτασης για την υπόθεση των υποβρυχίων την περίοδο 1998-2002, δηλαδή μία περίοδο κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, δείχνει ότι η παρούσα ρύθμιση δεν υπαγορεύει το πολιτικό ήθος της εφαρμογής της, αλλά το πολιτικό ήθος είναι αυτό που προσδίδει περιεχόμενο στη διάταξη.

Το τραγικότερο όμως είναι ότι η αρθρογράφος σας εκλαμβάνει κάθε υπουργό ως άκρως πιθανό εγκληματία. Θεωρεί δε προφανώς ότι η κυβέρνηση Καραμανλή που ευθύνεται για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της περιόδου 2004-2009, που οδήγησε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην παρούσα οξεία δημοσιονομική κρίση, πρέπει να αντιμετωπιστεί ποινικά στο πλαίσιο του άρθρου 86 του Συντάγματος και άρα να παραπεμφεί στο Ειδικό Δικαστήριο. Για αυτό μάλιστα ακόμη δεν έχουν εξαντληθεί οι προθεσμίες του άρθρου 86 του Συντάγματος. Αυτό ίσως να σημαίνει στο μέλλον ότι κάθε Κυβέρνηση που αποκλίνει από τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι με βάση τις αρχές της δημοκρατικής αντιπαράθεσης και αξιολόγησης αλλά με βάση το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία.

Νομίζει η αρθρογράφος σας, με άλλα λόγια, ότι το πρόβλημα της χώρας είναι ποινικό και όχι πολιτικό, αναπτυξιακό ή κοινωνικό. Ότι χρειαζόμαστε εισαγγελείς και δικαστές και όχι άλλου τύπου κόμματα, άλλο πολιτικό σύστημα, άλλο διοικητικό σύστημα, άλλο δικαστικό σύστημα και κυρίως πολίτες με πολύ πιο αυστηρά πολιτικά κριτήρια. Αυτή είναι μία προσέγγιση απλουστευτική αλλά και απολύτως αδιέξοδη.

Άλλωστε η εφαρμογή του άρθρου 86 του Συντάγματος έχει πλέον εμπλουτιστεί από το νέο δεδομένο της ποινικής μεταχείρισης της διακίνησης μαύρου χρήματος που δεν εμπίπτει στα χρονικά όρια του άρθρου 86 εφόσον διασώζεται το προϊόν του εγκλήματος. Αυτό είναι μία ευκαιρία να συμφωνήσουμε ευρύτερα στον δημόσιο διάλογο ότι είναι άλλο εσφαλμένες ή και επιβλαβείς επιλογές που γίνονται με πολιτικά κριτήρια αλλά χωρίς ποινικό δόλο και χωρίς προσωπικό όφελος και άλλο τα άθλια φαινόμενα της δωροδοκίας ή της διακίνησης μαύρου χρήματος η ποινική αντιμετώπιση των οποίων δεν παρεμποδίζεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως και αν αυτό ερμηνευτεί.

Αντί λοιπόν να αναπαράγουμε εύκολους μύθους και απλουστευτικές προσεγγίσεις, θα παρακαλούσα να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε λίγο πιο συγκεκριμένα και λίγο πιο σφαιρικά γύρω από τόσο κρίσιμα θέματα του δημόσιου βίου.


* Το άρθρο του Ευ. Βενιζέλου αποτελεί απάντηση σε άρθρο της δημοσιογράφου Μαριάννας Πολυχρονιάδου στο φύλλο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 23.4.2011 με τίτλο «La loi c'est moi» και δημοσιεύται στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 30.04.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: