Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ "ΜΗΤΕΡΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ"



Συντάχθηκε απο τον/την Γ. Ε. ΣΕΚΕΡΗ
Διακηρύσσοντας στην Κωνσταντινούπολη ότι η «επανένωση» της Κύπρου θα πρέπει να επιτευχθεί «χωρίς κηδεμονία από μητέρες - πατρίδες» (Βλ. “Η Καθημερινή”, 9-10-2005.), ο πρωθυπουργός αναπαρήγαγε, με ακόμη πιο απροσχημάτιστο τρόπο, το γνωστό, βολικό «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» των προκατόχων του. Και κατέστησε έτσι αναγκαία μια επανεκτίμηση της διαχρονικής αυτής προσέγγισης του Κυπριακού από τις ελλαδικές κυβερνήσεις. Η πρωθυπουργική τοποθέτηση θα εδικαιολογείτο, αν υπήρχε και αμυδρή έστω ελπίδα οι εν εξελίξει διεργασίες περί το μείζον εθνικό μας θέμα να οδηγήσουν στην ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων σε ένα ενιαίο κυπριακό κράτος, διεπόμενο από τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας – ήτοι πρακτικώς ελληνοκρατούμενο. Μια τέτοια όμως προοπτική έχει πάψει να υφίσταται εδώ και δεκαετίες – και δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων και των τουρκικών κόκκινων γραμμών ανήκει πλέον στον χώρο της πολιτικής φαντασίας. Ενώ υφίσταται κίνδυνος η κυπριακή ηγεσία να στέρξει στην υιοθέτηση ενός ψιμυθιωμένου Σχεδίου Ανάν. Οπότε η μεν «μητέρα πατρίδα» Ελλάδα θα εξοβελισθεί – και, ταχέως όπως όλα δείχνουν, θα αποξενωθεί – από τη Μεγαλόνησο. Η δε «μητέρα πατρίδα» Τουρκία, αντιθέτως, όχι μόνο δεν πρόκειται να απολέσει τον έλεγχό της επί των Τουρκοκυπρίων, οι δεσμοί της με τους οποίους είναι εν πάση περιπτώσει δεδομένοι, αλλά επί πλέον, χάρις στη γεωγραφική της γειτνίαση και ασχέτως επιτόπιας στρατιωτικής της παρουσίας, ή και τυπικού δικαιώματος επέμβασης – το οποίο πάντως όλα δείχνουν, ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας, υπό κάποια μορφή θα διατηρηθεί – θα ενισχύσει τη στρατηγική της επιρροή επί του ευρύτερου κυπριακού χώρου. Με τους Βρετανούς να εκμεταλλεύονται το γεωπολιτικό κενό από την απομάκρυνση του ελλαδικού παράγοντα για να εδραιώσουν και διευρύνουν τη δική τους πολιτικοστρατιωτική παρουσία και επιρροή.. Θα αντιτείνουν βέβαια ορισμένοι: Και γιατί όχι, αν αυτό επιθυμούν οι Ελληνοκύπριοι; Μήπως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη; Η απάντηση είναι απλή: Παρά τους όποιους προσχηματικούς νομικισμούς, ο Κυπριακός Ελληνισμός παραμένει προέκταση του εθνικού μας κορμού. Και, ως εκ τούτου, η ευθύνη για τις τύχες του βαρύνει κατά πρώτιστο λόγο το εθνικό κέντρο – την Αθήνα. Η οποία, από την πλευρά της, οφείλει αυτονοήτως να στοχεύει, τόσο στην κατοχύρωση της ασφάλειας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου, όσο και στη μεγιστοποίηση της παρουσίας και επιρροής του ελληνικού κράτους στην Μεγαλόνησο και κατ’ επέκταση και στη μείζονος γεωπολιτικής και γεωοικονομικής σημασίας Ανατολική Μεσόγειο. Είναι δε προφανές ότι η συγκατοίκηση Ελλήνων και Τούρκων υπό κοινή κρατική στέγη Ανανικών προδιαγραφών είναι ασύμβατη και με τις δύο αυτές επιδιώξεις Κατά τα λοιπά, η προβολή των – ολίγων – επιτυχημένων πολυπολιτισμικών ή και πολυεθνοτικών κρατών ομοσπονδιακής συγκρότησης του δυτικού κόσμου ως προτύπου για την επίλυση του Κυπριακού είναι τουλάχιστον αφελής, όταν δεν είναι εκ του πονηρού. Λόγου χάριν, οι συνήθως προβαλλόμενοι ως παράδειγμα προς μίμηση Ελβετοί, παρά τις γλωσσικές ή θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες, εμφορούνται από ενιαία εθνική συνείδηση και κοινές πολιτικές και κοινωνικές αξίες, που σφυρηλατήθηκαν μέσα από εσωτερικές προσπάθειες και εξωτερικούς αγώνες αιώνων. Ενώ, πολύ πλησιέστερη στην κυπριακή πραγματικότητα είναι η περίπτωση της Βοσνίας – η οποία όμως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγήν. Εν ολίγοις, «Κυπριακό έθνος», ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει. Εδώ δε που έχουν πλέον φθάσει τα πράγματα, η ειρηνική συνύπαρξη και η αμοιβαίως επωφελής συνεργασία, οικονομική και άλλη, των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου προϋποθέτουν τη χωριστή κρατική τους υπόσταση. Ήτοι τη διχοτόμηση. Η οποία ευνοεί επί πλέον και τη σύσφιξη των δεσμών του Κυπριακού Ελληνισμού με την Ελλάδα. Για να είναι όμως εθνικά επωφελής, ο διαχωρισμός αυτός πρέπει να συμφωνηθεί με την Άγκυρα. Καθώς μόνο έτσι θα επιτευχθεί απόδοση εδάφους από την τουρκική πλευρά, αλλά και η εξουδετέρωση μιας επικίνδυνης εστίας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και ενδεχόμενης σύγκρουσης. Υπ’ όψιν δε, ότι η διαιώνιση της υφιστάμενης από το 1974 ήδη ντε φάκτο διχοτόμησης, την οποία αρκετοί εισηγούνται ως το μη χείρον, αποκλείει και το ένα και το άλλο. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι, εν απουσία ηγετικών πρωτοβουλιών του εθνικού κέντρου, το Κυπριακό θα κινηθεί μεταξύ μιας κακής λύσης και μιας σχεδόν εξ ίσου κακής μη-λύσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: