Το τελευταίο διάστημα την επικαιρότητα στην Τουρκία απασχολούν οι αποκαλύψεις της εφημερίδας Ταράφ για σχέδιο «εμμέσου πραξικοπήματος» των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Το σχέδιο «Βαριοπούλα», τελευταία αποκάλυψη της Ταράφ, στόχευε στην οικοδόμηση κοινωνικού χάους τέτοιας έντασης, που θα δικαιολογούσε την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων προς «αποκατάσταση της τάξης». Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η ομάδα εντός του στρατεύματος που σχεδίαζε τη «Βαριοπούλα», ήταν διατεθειμένη να ανατινάξει δύο κεντρικά τεμένη της Πόλης κατά τη διάρκεια της προσευχής της Παρασκευής, την πρόκληση έντασης με την Ελλάδα στο Αιγαίο με την κατάρριψη τουρκικού αεροσκάφους από τουρκικά πυρά, καθώς και τυφλά χτυπήματα. Συνεργάτες στην πορεία οικοδόμησης χάους το στράτευμα θα αναζητούσε στις «φίλα προσκείμενες» οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τις οποίες θα επιφόρτιζε με το έργο να πάρουν τους δρόμους με συνθήματα κατά της κυβέρνησης.
Παρόμοια σχέδια «εμμέσου ανατροπής», όπου το τεχνητά οικοδομημένο κοινωνικό χάος ανοίγει το δρόμο της επέμβασης, έχουν αποκαλυφθεί πέντε έξι μέχρι σήμερα. Οι Τούρκοι αναλυτές κάνουν λόγο για «κοινωνική μηχανική» του στρατεύματος, που προσπαθεί να χειραγωγήσει τις εξελίξεις στην τουρκική κοινωνία. Ωστόσο, για πρώτη φορά στο σχέδιο «Βαριοπούλα» αναφέρεται σχέδιο συνεργασίας του στρατεύματος με τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα και το ΡΚΚ. Από τις σημειώσεις του σχεδίου επιχειρήσεων που δημοσίευσε η εφημερίδα, καθίσταται προφανής η βεβαιότητα των συνωμοτών ότι μπορούν να παρεισφρύσουν στις εν λόγω οργανώσεις και να τις χρησιμοποιήσουν. Το στράτευμα ωθώντας την Αλ Κάιντα και το ΡΚΚ σε τυφλά χτυπήματα, θα δημιουργούσε τις εντυπώσεις πως το τέρας του σκοταδιστικού ισλάμ και εκείνο του κουρδικού εθνικισμού έχουν ενσκήψει να διαλύσουν τη χώρα. Τονώνοντας τις φοβίες μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, ο «θεσμός που οι Τούρκοι εμπιστεύονται περισσότερο» θα ερχόταν να σώσει την κατάσταση, εμφανιζόμενος ως σωτήρας.
Το σχέδιο «Βαριοπούλα» ανάγεται στα τέλη του 2002 και τις αρχές του 2003. Λίγους μήνες αργότερα, χτυπήματα τα οποία ανέλαβε η τουρκική πτυχή της Αλ Κάιντα έπληξαν δύο κεντρικές συναγωγές της Πόλης, το Βρετανικό Προξενείο και την τράπεζα HSBC. Τα επόμενα χρόνια, τυφλά χτυπήματα πολλά από τα οποία δεν ανέλαβε το ΡΚΚ, σημειώθηκαν σε τουριστικά θέρετρα, σε αγορές και σε συνοικίες των μεγαλουπόλεων. Αρκετές φορές Τούρκοι αναλυτές και ξένοι παρατηρητές μίλησαν για «κοινότητα συμφερόντων» μεταξύ του ΡΚΚ και του στρατεύματος στη διατήρηση της έντασης. Η εθνοτική ένταση και το κλίμα ανασφάλειας τρέφει και τους δύο, ενώ ανακόπτει την παντοδυναμία της κυβέρνησης Ερντογάν, που με τις προεκλογικές της υποσχέσεις για πολιτικά ανοίγματα στο Κουρδικό σάρωσε τις κουρδικές επαρχίες, προκαλώντας εκλογική αιμορραγία στο Κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας. Όταν οι περισσότεροι Τούρκοι επιθυμούν το τέλος της στρατοκρατίας και οι περισσότεροι Κούρδοι δηλώνουν κουρασμένοι με τον αυτονομιστικό αγώνα, μόνη περίπτωση να ανατραπεί το κλίμα είναι η οικοδόμηση κλίματος αντιπαράθεσης.
Η «διείσδυση» στα ενδότερα τρομοκρατικών οργανώσεων και η χρήση τους προς ίδιον σκοπό από τις ένοπλες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες αποτελεί κοινό τόπο σε πολλά στρατοκρατούμενα καθεστώτα. Η δράση των τρομοκρατικών ομάδων διοχετεύεται προς την εξυπηρέτηση των σκοπών του στρατεύματος, με απώτερο στόχο τη νομιμοποίηση – ενώπιον της διεθνούς και της εσωτερικής κοινής γνώμης – του καθοριστικού ρόλου που το τελευταίο διαδραματίζει στο δημόσιο βίο. Άλλες πάλι φορές, παραστρατιωτικές ομάδες είναι αυτές που διαπράττουν εγκλήματα, για να τα αποδώσουν αργότερα σε τρομοκρατικές οργανώσεις.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και από διάφορες χώρες. Στην Τουρκία η χρήση ενεργειών προβοκάτσιας από το τρίγωνο μυστικές υπηρεσίες – ένοπλες δυνάμεις – πολιτική εξουσία πηγαίνει πολύ πίσω. Ήδη το 1955 η τοποθέτηση από Τούρκο πράκτορα βόμβας στο «σπίτι του Ατατούρκ» και νυν Τουρκικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιήθηκε ως η απαραίτητη σπίθα για τον ξεσηκωμό του πλήθους και την τέλεση του πογκρόμ των Σεπτεμβιανών. Πενήντα χρόνια μετά, ο τουρκικός τύπος και ιστορικοί έριξαν φως στο ζήτημα. Αν και πολλοί υποψιάζονταν «δάκτυλο των μυστικών υπηρεσιών» στα τυφλά χτυπήματα των τελευταίων ετών, πρώτη φορά η δράση τους αποδείχθηκε στο σκάνδαλο του Σεμντίνλι. Οι ειδικές δυνάμεις της στρατοχωροφυλακής JITEM χτύπησαν ένα κουρδικό βιβλιοπωλείο στην πόλη του Σεμντίνλι, με στόχο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι για την επίθεση ευθυνόταν το ΡΚΚ. Ο όχλος που αμέσως συγκεντρώθηκε, ωστόσο, συνέλαβε τους στρατιωτικούς επ’ αυτοφώρω. Πολλοί είναι σήμερα όσοι αναρωτιούνται εάν θα αποκαλυφθεί «στρατιωτικός δάκτυλος» που κατηύθυνε την Αλ Κάιντα προς τα χτυπήματα κατά των συναγωγών και των βρετανικών στόχων στην Πόλη.
Κραυγαλέο παράδειγμα «χειραγώγησης» της τρομοκρατίας από το στρατιωτικο-πολιτικό κατεστημένο μιας χώρας αποτελεί ο «βρώμικος πόλεμος» κατά των ισλαμιστών στην Αλγερία. Μετά τη μεταπολίτευση του 1989, που έδωσε τέλος στο μονοκομματικό δικτατορικό καθεστώς του «Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης» (FLN), η Αλγερία πειραματίσθηκε με τη δημοκρατία. Εάν, ωστόσο, σε χώρες δοκιμασμένες στο δημοκρατικό πολίτευμα υφίστανται σαφή όρια της δημοκρατίας (ανθρώπινα δικαιώματα, συνταγματικές βάσεις του πολιτεύματος), η χούντα του FLN που κυβερνούσε τη χώρα επέτρεψε τη συμμετοχή στην εκλογική αναμέτρηση του Ισλαμικού Μετώπου Σωτηρίας (FIS), παρότι το κόμμα έπρεπε να απαγορευθεί. To FIS διεκήρυσσε πως η δημοκρατία αποτελεί προσβολή του Θεού, καθώς μόνο ο θείος νόμος επιτρέπεται να ορίζει τη ζωή του μουσουλμάνου. Συνεπώς, σε περίπτωση εκλογής του, το FIS διαβεβαίωνε πως θα καταργούσε τη νεοσύστατη δημοκρατία, εγκαθιστώντας ισλαμικό κράτος. «Ένας άνδρας, μία ψήφος, μία φορά» ήταν το προεκλογικό του σύνθημα.
Στρατός και κυβέρνηση έπραξαν ανοήτως: αντί να διαλύσουν το FIS στο όνομα της αντισυνταγματικότητας του προγράμματός του, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις όλων των κοσμικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, παρέδωσαν τη δημοκρατία στους ισλαμιστές. Το FIS σάρωσε τον πρώτο γύρο των εκλογών, και η απόφαση απαγόρευσής του ήλθε πολύ αργά. Οι ισλαμιστές πέρασαν στην αντεπίθεση αρχίζοντας έναν αιματηρό κύκλο τρομοκρατικών χτυπημάτων. Ο Αλγερινός Εμφύλιος σημάδεψε τη δεκαετία του 1990, αφήνοντας γύρω στις 200.000 νεκρούς και μερικές από τις φοβερότερες σφαγές της σύγχρονης ιστορίας
Οι σφαγές ολόκληρων χωριών, καθεμία από τις οποίες άφησε εκατοντάδες θύματα, προκάλεσαν πολλά ερωτηματικά. Γίνονταν πάντα τη νύχτα, από εκτελεστές με ισλαμική αμφίεση και γενειάδες, που κατέσφαζαν με μαχαίρια από νεογνά ως υπέργηρους. Οι ισλαμιστές είχαν για χρόνια διακριθεί σε σφαγές και πράξεις σαμποτάζ. Το πρώτο που «δεν κολλούσε» στη θεωρία ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τις μαζικές σφαγές των χρόνων 1994 -1997 είναι ότι τα χωριά που ξεκληρίσθηκαν είχαν ισλαμικές πεποιθήσεις και στήριζαν το FIS. Τα πληγέντα χωριά βρίσκονταν κοντά σε στρατώνες, και οι εκεί δυνάμεις αρνήθηκαν να επέμβουν ωσότου σταματήσει η σφαγή. Μέλη των αλγερινών μυστικών υπηρεσιών που αυτομόλησαν στο εξωτερικό ισχυρίσθηκαν πως η στρατιωτική χούντα που συνέχισε να κυβερνά την Αλγερία είχε παρεισφρήσει στις τάξεις του FIS και της ένοπλης ομάδας GIA (Group İslamique Arme), και είτε την κατεύθυνε προς ορισμένα χτυπήματα, είτε στην πραγματοποίηση των τρομερών σφαγών. Ειδικές δυνάμεις του στρατού ενίοτε «μασκαρεύονταν» ως ισλαμιστές και πραγματοποιούσαν οι ίδιοι τις σφαγές – εκκαθαρίσεις των οπαδών του FIS στα σχετικά χωριά.
Οι στρατιωτικοί και πράκτορες της αλγερινής χούντας που αυτομόλησαν κατονόμασαν τις μυστικές υπηρεσίες ως υπεύθυνες όχι μόνο για σφαγές αμάχων, αλλά και για δολοφονίες δημοσιογράφων, ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στελεχών της κοσμικής αντιπολίτευσης, πράξεις που αποδόθηκαν στους ισλαμιστές. Η σειρά αυτή απεχθών εγκλημάτων προστέθηκε σε όσα όντως διέπραξαν οι «γνήσιοι» ισλαμιστές και προκάλεσε τον τρόμο και την απέχθεια του πληθυσμού προς το FIS. Αποτέλεσμα, σήμερα η ίδια χούντα του FLN να κυβερνά την Αλγερία όπως το 1988. Το μονοκομματικό καθεστώς του FLN χρησιμοποίησε το χάος της τρομοκρατίας και του εμφυλίου για να ξεπαστρέψει τους εχθρούς του, είτε ισλαμικών είτε κοσμικών πεποιθήσεων. Ο τελευταίος λόγος στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας παρέμεινε στο κόμμα που την κυβερνά αδιαλείπτως από το 1962, χρονολογία της ανεξαρτησίας της.
Σε όλα τα άθλια μονοκομματικά και προσωποπαγή καθεστώτα του αραβικού κόσμου, στράτευμα και μυστικές υπηρεσίες φέρεται πως χρησιμοποιούν τον κίνδυνο της ισλαμοποίησης για να δικαιολογήσουν τον καθολικό έλεγχο που ασκούν επί του δημοσίου βίου. Καταγγελίες από φιλελεύθερους δημοσιογράφους για «χειραγώγηση» τρομοκρατικών ομάδων και χρήση τους «καταλλήλως» βρίθουν, αν και τα αυστηρά καθεστώτα λογοκρισίας δεν επιτρέπουν τη δημοσίευσή τους στον εγχώριο τύπο. Σήμερα, βέβαια, υπάρχουν και τα blogs…
Η Αλγερία της εποχής μας φαίνεται πως θα είναι το Πακιστάν, που κατρακυλά στον δρόμο του εμφυλίου. Το τέρας που ευθύνεται για την ολίσθηση, οι Ταλιμπάν, γεννήθηκε στους μεντρεσέδες του Πακιστάν, με την ενθάρρυνση και καθοδήγηση της πανίσχυρης μυστικής υπηρεσίας ISI (Inter-Services Intelligence) προς εξαγωγή στο Αφγανιστάν. Πολλοί Πακιστανοί πολιτικοί όπως η εκλιπούσα Μπεναζίρ Μπούττο και ο Ναβάζ Σαρίφ έχουν μιλήσει για την παντοδυναμία της ISI, που «λύνει και δένει» στο Πακιστάν ανεβάζοντας και κατεβάζοντας κυβερνήσεις. Βρίθουν οι καταγγελίες Πακιστανών δημοσιογράφων και ξένων παρατηρητών ότι, ενώ η υποτιθέμενη αποστολή των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν είναι η ανάσχεση της ισλαμοποίησης της χώρας, αυτές ταυτόχρονα στηρίζουν και χρηματοδοτούν τους Ταλιμπάν.
Ποιος είναι ο στόχος των μυστικών υπηρεσιών στο διπλό αυτό παιχνίδι; Ίσως είναι νωρίς για να απαντηθεί το ερώτημα. Πάντως οι πολύπλοκες μηχανεύσεις, χωρίς αμφιβολία, μακροπρόθεσμα στοχεύουν στην αποδυνάμωση της πολιτικής εξουσίας στη χώρα. Μία αδύναμη πολιτική ηγεσία, με τη Δαμόκλειο σπάθη της επιβολής της εξουσίας των Ταλιμπάν, διασφαλίζει τα προνόμια και τις αυξημένες αρμοδιότητες της στρατιωτικής κάστας. Όσο υφίσταται το χάος, το στράτευμα παραμένει, και γίνεται δεκτό από σημαντικό μέρος του πληθυσμού και της διεθνούς κοινής γνώμης, ως σωτήρας και εγγυητής ότι το εξοπλισμένο με πυρηνικά όπλα Πακιστάν δε θα αλωθεί από τους Ταλιμπάν. Το αυξημένο κύρος του στρατεύματος το «προστατεύει» από την κριτική και την ανάγκη ελέγχου των εξουσιών του.
Η Τουρκία, φυσικά, δεν είναι ούτε Πακιστάν ούτε Αλγερία. Οι σχέσεις της με το δυτικό κόσμο, οι εσωτερικές της δυναμικές και οι φιλοδοξίες της μάλλον αποκλείουν ένα τέτοιο κατρακύλισμα στο χάος. Τα τελευταία χρόνια, παρά τη διαφθορά και την αυταρχικότητα του Ερντογάν, η τουρκική κοινωνία γεύθηκε ελευθερίες που μέχρι πρόσφατα ούτε ονειρευόταν, και τις οποίες δεν προτίθεται να απεμπολήσει. Καταργήθηκε η λογοκρισία και οι μέρες που το τσιλλερικό παρακράτος κυβερνούσε τη χώρα έχουν παρέλθει. Για τη διαφθορά και την αυταρχικότητα της κυβέρνησης οφείλεται όχι η «αδράνεια» του στρατεύματος, αλλά η έλλειψη αντιπολίτευσης ικανής να προσφέρει στους ψηφοφόρους ένα ελκυστικό πολιτικό όραμα. Πότε, όμως, το στράτευμα θα παραιτηθεί από τις ασκήσεις «κοινωνικής μηχανικής», και μέχρι πού έφθαναν τα σχέδιά του; Πότε θα συνειδητοποιήσει ότι μόνη πλέον αποδεκτή απομάκρυνση της κυβέρνησης Ερντογάν είναι μέσω της κάλπης; Τα προβλήματα μιας πολιτικής κουλτούρας πρέπει να λύνονται με τρόπο πολιτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου