Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ομιλία ΥΕΘΑ κ. Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Πρ. Παυλόπουλου με τίτλο "Η Αναθεώρηση του Συντάγματος"

Την κοινοβουλευτική του εμπειρία από την αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία προέκυψε από γόνιμες αντιπαραθέσεις αλλά και μεγάλες συναινέσεις στα βουλευτικά έδρανα, καταγράφει ο Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός και καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, Προκόπης Παυλόπουλος μέσα στις σελίδες του νέου του βιβλίου, «Η Αναθεώρηση του Συντάγματος», που παρουσιάστηκε σήμερα στο Πολεμικό Μουσείο των Αθηνών από τις εκδόσεις Λιβάνη. Παρουσία πολιτικών, ακαδημαϊκών, ανώτατων δικαστικών, φίλων και συνεργατών του συγγραφέως, τόσο ο Προκόπης Παυλόπουλος, όσο και οι κκ Γιάννης Βαρβιτσιώτης και Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφέρθηκαν στην εμπειρία τους από την αναθεώρηση του Συντάγματος και έθεσαν τις βάσεις ενός ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου για την επόμενη αναθεώρηση, υπογραμμίζοντας τη σημασία του ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των πολιτικών κομμάτων αλλά και τις πραγματικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.

«Κυρίες και κύριοι,

Με τον Προκόπη Παυλόπουλο μας συνδέει μια πολύ στενή μακροχρόνια φιλία και μια διπλή συναδελφική σχέση. Πρώτον πανεπιστημιακή και επιστημονική και δικηγορική και δεύτερον η πολιτική, η κοινοβουλευτική. Έχω πολλές φορές διατυπώσει τα εγκώμιά μου για την προσωπικότητα, το ήθος και τη συνολική δημόσια στάση του Προκόπη. Έχουμε πολλές φορές συγκρουστεί στη Βουλή και στα μέσα ενημέρωσης, έχουμε διαφωνήσει και διαφωνούμε για πάρα πολλά θέματα, προσεγγίζουμε πολλά θέματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλλά νομίζω ότι έχουμε και την ικανότητα να συμφωνούμε και να διατυπώνουμε με συναινετικό πνεύμα τις απόψεις μας για τα μεγάλα θέματα της Πολιτείας και του Έθνους και ένα από τα μεγαλύτερα θέματα είναι το Σύνταγμα και η συνταγματική πολιτική.

Ο Προκόπης Παυλόπουλος με καθυστέρηση και άρα με περίσκεψη ανέλαβε την εκδοτική αυτή πρωτοβουλία να συγκεντρώσει σε ένα τόμο τις κοινοβουλευτικές του αγορεύσεις στις δύο αναθεωρητικές διαδικασίες, αυτή που οδήγησε στην αναθεώρηση του 2001 και αυτή που οδήγησε στην πολύ μικρότερη -θα έλεγα σχεδόν σημειακή- αναθεώρηση του 2008, απούσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο κύριος όγκος του βιβλίου του αφορά την αναθεώρηση του 2001, δηλαδή μια αναθεωρητική διαδικασία που ξεκίνησε το 1995, ξαναξεκίνησε το 1996 και ολοκληρώθηκε το 2001, δηλαδή μια μακρά διαδικασία επώασης του νέου Συντάγματος της χώρας. Το Συντάγμα που ισχύει είναι το Σύνταγμα στην πραγματικότητα του 1975-1986-2001 γιατί το 2001 συνετελέσθη στη χώρα μας μια ολική αναθεώρηση, καθώς δεν είχαμε μόνο έναν πολύ μεγάλο αριθμό διατάξεων που αναθεωρήθηκαν -113 παραγράφους του συνταγματικού κειμένου που θίγουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο 52 άρθρα του Συντάγματος- αλλά είχαμε και έναν εξίσου μεγάλο κατάλογο συνταγματικών διατάξεων που τέθηκαν υπό συζήτηση και που εν τέλει αποφασίσθηκε να μην αναθεωρηθούν, είτε επειδή συμφωνήθηκε μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων ότι πρέπει να διατηρηθούν στη μορφή που έχουν, είτε γιατί δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη της αναγκαίας αναθεωρητικής πλειοψηφίας. Γιατί στην περίπτωση της αναθεώρησης δεν μιλάμε απλά και μόνο για μια συναινετική διάθεση, αλλά για μια συναινετική υποχρέωση, καθώς η προϋπόθεση για την κίνηση ή έστω την ολοκλήρωση της διαδικασίας είναι να διαμορφώνεται μια μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μια πλειοψηφία 180 βουλευτών στους 300.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία να διαβάσει κανείς τέτοιου είδους κοινοβουλευτικά κείμενα με απόσταση, γιατί νομίζω ότι μπορεί να τα αξιολογήσει με έναν πιο ολοκληρωμένο, άλλοτε πιο αυστηρό και άλλοτε πιο επιεική τρόπο, αλλά βλέπει πώς φεύγοντας από τη συγκυρία βλέπουμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα.

Το βιβλίο αυτό, όπως είπε ο αγαπητός Γιάννης Βαρβιτσιώτης, έχει έναν «αόρατο» συγγραφέα ένα λανθάνοντα «συνσυγγραφέα», ο οποίος στην πραγματικότητα είμαι εγώ, γιατί πρόκειται για απαντήσεις, για αντικρούσεις, για συζητήσεις, που απευθύνονται κυρίως σ’ εμένα ως γενικό εισηγητή της πλειοψηφίας σε όλες αυτές τις φάσεις της αναθεώρησης, από το 1995 έως το 2001.

Πρέπει να σας πω ότι στη διαδικασία αυτή είχαμε πάρα πολύ μεγάλες εντάσεις, συγκρούσεις, φτάσαμε σε οριακές στιγμές, αλλά περάσαμε γενικά πάρα πολύ καλά. Με το Γιάννη Βαρβιτσιώτη ως γενικό εισηγητή της μειοψηφίας, με τον Προκόπη Παυλόπουλο ως κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και με πολλούς άλλους βέβαια συντελεστές του αναθεωρητικού αυτού διαβήματος, τον Πρόεδρο της αναθεωρητικής επιτροπής, τον Φοίβο Ιωαννίδη, τον Πρόεδρο της Βουλής τότε τον Απόστολο Κακλαμάνη. Και βέβαια το ίδιο θα μπορούσε να έχει γίνει και το 2006-2008 εάν δεν είχαμε την ακραία ένταση στην επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος με αφορμή τυπικά το άρθρο 24 του Συντάγματος ουσιαστικά βέβαια το σύνολο των υπό αναθεώρηση διατάξεων και κυρίως τη διάταξη για τα Πανεπιστήμια.

Επίσης, αλήθεια είναι ότι το επίδικο αντικείμενο του 2008 -το επαγγελματικό ασυμβίβαστο, για το οποίο έγινε τόσο μεγάλη συζήτηση και το 2001 και το 2008- δεν νομίζω ότι στην πράξη απεδείχθη τόσο σοβαρό, δηλαδή δεν θεωρώ ότι υπό συνθήκες άρσης του κοινοβουλευτικού ασυμβιβάστου, από το 2008 και μετά, αναβαθμίστηκε ξαφνικά η ποιότητα του κοινοβουλευτικού μας προσωπικού και προσελκύστηκαν στη Βουλή προσωπικότητες, οι οποίες είχαν αποθαρρυνθεί λόγω του κοινοβουλευτικού ασυμβιβάστου στις προηγούμενες εκλογές. Αυτά είναι προσωρινοί και επικίνδυνοι μύθοι του δημοσίου λόγου, που πρέπει να δούμε πόσο χρόνο διαρκούν και γιατί διαρκούν τόσο λίγο.

Αυτό που δεν έχουμε πει -είναι χαρακτηριστικό ότι το παρέλειψε ως αυτονόητο και ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης προηγουμένως- δεν είναι τι δεν έκανε η αναθεώρηση του 2001. Πράγματι θα μπορούσαν να γίνουν αν συμφωνούσαμε και πολλά άλλα βήματα. Το θέμα είναι να θυμηθούμε τι έχει κάνει η αναθεώρηση του 2001. Γιατί ενώ η χώρα εύκολα προσχωρεί σε έναν αναθεωρητικό οίστρο, συχνά πυκνά, στερείται παντελώς συνταγματικής αυτοσυνειδησίας. Και όταν μια χώρα δεν έχει συνταγματική αυτοσυνειδησία είναι πολύ πιθανό να μην έχει και συνταγματικό πατριωτισμό, δηλαδή να μην ξέρει τι είναι αυτό που πρέπει να υπερασπιστεί ως συνταγματικό κεκτημένο.

Το 2001, με την κύρια ευθύνη και των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας της χώρας, ολοκληρώθηκε το σύστημα των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης στο ελληνικό Σύνταγμα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα προωθημένα δυτικά Συντάγματα και πάντως εναρμονίζεται -αυτό συμβαίνει και υποχρεωτικά- με όλο το νομολογιακό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ούτως ή άλλως, ερμηνεύεται σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεύτερον, έχουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων –και θα δούμε πώς αυτό αντέχει στη δημοσιονομική κρίση. Αλλά έγιναν πολύ σημαντικές προσθήκες το 2001 για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, για την προστασία της οικογένειας, για την προστασία της πολυτεκνίας, για τη δημογραφική πολιτική, για την ενίσχυση των συλλογικών δικαιωμάτων δια της συλλογικής αυτονομίας και στον χώρο των δημοσίων υπαλλήλων.

Τρίτον, έχουμε ένα οικολογικό Σύνταγμα, το πληρέστερο ίσως στην Ευρώπη, που όλοι τώρα έχουν κατανοήσει πόσο σημαντικό είναι. Δεν είναι πολλά τα δυτικά Συντάγματα που έχουν μια διάταξη αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 24.

Τέταρτον, εισήχθησαν το 2001 σημαντικοί θεσμοί μετά πλειοψηφικής συναίνεσης. Το ελληνικό Σύνταγμα είναι το μόνο ίσως στην Ευρώπη που προβλέπει αυξημένες πλειοψηφίες προκειμένου η Βουλή να αποφασίζει για κρίσιμα θέματα: για άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, για την εισαγωγή της ψήφου των εκτός Επικρατείας Ελλήνων και για θέματα που συνδέονται με θεσμούς διαφάνειας, όπως είναι η επιλογή των ανεξαρτήτων αρχών που πρέπει να γίνεται με πλειοψηφία 4/5 από την διάσκεψη των Προέδρων.

Είχαμε το 2001 την συνταγματική θεμελίωση του Καλλικράτη. Το εγχείρημα του Καλλικράτη, η Περιφέρεια, ο διευρυμένος ισχυρός Δήμος, οικοδομείται πάνω στο άρθρο 102 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001. Οι νέες εγγυήσεις διαφάνειας, κυρίως με τη μορφή των ανεξαρτήτων αρχών, το ΑΣΕΠ -η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων, ο Συνήγορος του Πολίτη, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης υπό τη σημερινή του μορφή-, είναι κεκτημένα του 2001. Και ο τρόπος ανάδειξης των ανεξαρτήτων αρχών από τη Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία –διάταξη που λειτούργησε και λειτουργεί στην πράξη με επιτυχία.

Οι αλλαγές στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης είναι επίσης κεκτημένο του 2001. Η θητεία των Προέδρων και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η σύνθεση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων, η διάταξη σχετικά με την εκδίκαση διαφορών από αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, μέσω ειδικής σύνθεσης του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, οι αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, η δυνατότητα εξέλιξης των τακτικών διοικητικών δικαστών, οι αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου…

Και θα μπορούσα να συνεχίσω δια μακρόν την υπενθύμιση του κεκτημένου του 2001. Οι αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας της Βουλής, το γεγονός ότι προβλέπεται πλέον συνταγματικά η αρμοδιότητα των Διαρκών Επιτροπών της Βουλής να συζητούν και να ψηφίζουν νόμους, με μία άπαξ συζήτηση στην Ολομέλεια -δυνατότητα που δυστυχώς έχει εγκαταλειφθεί στην πράξη την τελευταία περίοδο, ενώ θα μπορούσε να διευκολύνει πάρα πολύ την διεξαγωγή ουσιαστικών συζητήσεων και την διαφύλαξη της Ολομέλειας ως φόρουμ πολιτικού διαλόγου που δεν σπαταλά των χρόνο της σε νομοτεχνικού ή δευτερεύοντος χαρακτήρα ζητήματα.

Οι αλλαγές στη διαδικασία με την οποία η Βουλή παρεμβαίνει στον Προϋπολογισμό –είχαμε και μία προσθήκη το 2008 στο σημείο αυτό- έχει αλλάξει ριζικά την συζήτηση επί του Προϋπολογισμού. Θα έχετε παρατηρήσει ίσως ότι το προσχέδιο κατατίθεται με την έναρξη της Συνόδου την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου, ότι γίνεται συζήτηση σε δύο φάσεις, ότι υπάρχει ειδική επιτροπή παρακολούθησης του τρόπου εκτέλεσης του Προϋπολογισμού.

Επίσης, θα μπορούσαν να είναι στην πράξη σημαντικές οι αλλαγές που έγιναν σε σχέση με το πολιτικό χρήμα. Τι έμεινε από αυτό; Τι ξέρει ο Έλληνας πολίτης ώστε να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του και να αξιώσει την εφαρμογή του Συντάγματος;

Έμεινε η συζήτηση για τον βασικό μέτοχο, όχι για το αν αυτή ήταν εγγύηση διαφάνειας, αλλά για το εάν υπήρχε εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Είχαμε προειδοποιήσει την αντιπολίτευση το 2001 ότι πάμε στο ακραίο σημείο και θέλει προσοχή στον εφαρμοστικό νόμο. Δεν εισακουσθήκαμε με αποτέλεσμα την ακύρωση της διάταξης στην πράξη.

Έμεινε η συζήτηση για το επαγγελματικό ασυμβίβαστο ήρθη άνευ αποτελέσματος, άρα ήταν μία ανυπόστατη –κατά τη γνώμη μου- συζήτηση.

Και έμειναν αυτά που είπε ο κ. Βαρβιτσιώτης προηγουμένως για τη βουλευτική ασυλία μόνον, η οποία έχει αλλάξει στην πράξη μέσα από τον Κανονισμό της Βουλής και τον τρόπο λειτουργίας της Επιτροπής Δεοντολογίας -αντιστράφηκε το τεκμήριο, κατά τεκμήριο αίρεται η ασυλία, εκτός κι αν είναι εμφανώς πολιτικοί οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η άρση, αυτό εφαρμόζει στην πράξη η Βουλή- και η ποινική ευθύνη των Υπουργών, η οποία αναθεωρήθηκε ριζικά το 2001, οπότε και άλλαξε όλη η διάταξη.

Τι έχουμε ξεχάσει; Έχουμε ξεχάσει ότι το 2001 έπρεπε να λύσουμε τους λογαριασμούς του ‘89. Έπρεπε να θεσπίσουμε εγγυήσεις για να μην επαναληφθεί το 1989. Τώρα, έχουν μεσολαβήσει νέα προβλήματα και πρέπει να δούμε τώρα πώς πρέπει να λύσουμε άλλου τύπου θέματα. Αλλά το 2001 έπρεπε να κλείσει το κεφάλαιο του ’89 γιατί η αναθεώρηση του 2001 ξεκίνησε με αφορμή το ’89. Ξεκίνησε με ένα διάγγελμα του Ανδρέα Παπανδρέου στις 31 Δεκεμβρίου του 1995, με το οποίο ανεστάλησαν εκκρεμούσες διώξεις πολιτικών προσώπων ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίων και εξαγγέλθηκε η αναθεώρηση για να ξεπεράσουμε τη σύγκρουση της περιόδου 1989-1993.

Αυτό είναι το σκηνικό. Τώρα, μιλάμε πάλι για αναθεώρηση. Ευτυχώς, υπάρχει η προθεσμία ώριμου χρόνου του άρθρο 110 του Συντάγματος, άρα πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία το 2013. Γιατί το λέω αυτό; Το λέω γιατί είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και ελπιδοφόρο να συζητάς για αναθεώρηση του Συντάγματος υπό συνθήκες βαθιάς και γενικευμένης κρίσης. Κρίσης δημοσιονομικής, αναπτυξιακής, κοινωνικής, ηθικής, πολιτικής.

Κατά βάση το ερώτημα είναι: αντέχει το Σύνταγμα υπό συνθήκες κρίσης; Η αλήθεια είναι ότι υφιστάμεθα σημαντικούς περιορισμούς σε όλες τις όψεις της εθνικής κυριαρχίας και στη συνταγματική κυριαρχία. Αλλάζει η αντίληψη περί γενικού συμφέροντος, αλλάζει η αντίληψη περί εθνικής οικονομίας και αναγκών της εθνικής οικονομίας. Και ο νομοθέτης και ο δικαστής και η κοινωνία και ο επιστήμονας βρίσκονται όλοι αντιμέτωποι με μια νέα αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων. Πράγματα τα οποία θεωρούντο αδιανόητα, τώρα λόγω κρίσης θεωρούνται επιβεβλημένα και αυτονόητα. Το Σύνταγμα πρέπει να υποδεχθεί έναν νέο φαινόμενο, πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σύμφωνα με το Κοινοτικό Δίκαιο. Πρέπει να ερμηνευτεί επί τη βάσει συγκεκριμένων δημοσιονομικών αναγκών.

Όλη αυτή η συζήτηση για το Μνημόνιο και τη συνταγματικότητά του, στην πραγματικότητα είναι μια συζήτηση για το πώς η έννοια του γενικού συμφέροντος, με την έννοια του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας, διαχέεται μέσα στο Σύνταγμα και επηρεάζει όλες τις σχετικές διατάξεις: τη διάταξη για τη συλλογική αυτονομία, τη διάταξη για τη νομοθετική διαδικασία, τις διατάξεις για την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, την έννοια του κοινωνικού κεκτημένου, τα πάντα… Άρα, θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή από την άποψη αυτή.

Ένα θέμα που αντιμετώπισε η αναθεώρηση του 2001 είναι πως είπε ρητά ότι το άρθρο 28 είναι το συνταγματικό θεμέλιο για την ακόλλητη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ποιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όμως; Μιας Ευρώπης που παραπαίει, μια Ευρώπης αμήχανης, χωρίς ηγεσία, χωρίς πολιτικό προσωπικό, που δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις απολύτως αναγκαίες για θέματα νομισματικής πολιτικής, για θέματα ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους, για θέματα ανάπτυξης… Αυτά είναι τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και πρέπει να αξιοποιήσουμε την περίοδο από τώρα έως το 2013 για μια σοβαρή συζήτηση.

Μπορεί πράγματι να αρχίσει μια σοβαρή συζήτηση τώρα που οι συνθήκες είναι ώριμες και το κλίμα ήρεμο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας για την οριοθέτηση των διακριτών ρόλων. Χωρίς να υπάρχει τίποτα το πιεστικό, μπορεί να γίνει μια τέτοια ολοκληρωμένη συζήτηση.

Μπορεί να γίνει μια εθνικού χαρακτήρα συζήτηση για το μέλλον των Πανεπιστημίων. Το θέμα μας είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Το θέμα μας είναι όλο το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το μέλλον των δημοσίων πανεπιστημίων, η ποιότητά τους, η αξιοκρατία, η αξιολόγηση, η λειτουργία τους, η αποχώρηση των κομμάτων από τα πανεπιστήμια, που είναι το μείζον ζήτημα για τα πάντα. Κι αυτό είναι ένα αντικείμενο διαλόγου, για ν’ αρχίσω από τα πιο εύκολα.

Δεν πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για τις συνταγματικές βάσεις της Δικαιοσύνης; Και προσωπικά είχα ταχθεί το 2007 υπέρ της ανάγκης ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, όμως υπήρξε αντίδραση εύλογη από τα ανώτατα δικαστήρια, ιδίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας που διατύπωσε τις απόψεις του και σε σχετικό πρακτικό της Ολομέλειάς του. Τι βλέπουμε όμως τα τελευταία χρόνια; Βλέπουμε συνεχείς παρεμβάσεις του κοινού νομοθέτη ώστε να αλλοιώνεται ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, να αφαιρείται η ύλη από τα κοινά δικαστήρια και να συγκεντρώνεται με διάφορους δικονομικούς μηχανισμούς στις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων.

Το είχαμε προβλέψει αυτό εν μέρει με την προσθήκη της παραγράφου 5 του άρθρου 100 το 2001 στο εσωτερικό των ανωτάτων δικαστηρίων, μεταξύ τμήματος και ολομέλειας. Τώρα αυτό γίνεται μεταξύ όλων των δικαστηρίων και της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Άρα δεν έχουμε στην πραγματικότητα ένα σύστημα -διαφορετικό από τα ευρωπαϊκά- διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου, διότι στην πραγματικότητα το σύστημα έχει γίνει και συγκεντρωτικό και κύριο και αφηρημένο. Ούτε η πιλοτική δίκη δίνει λύση στα πράγματα αυτά, ούτε οι άλλοι θεσμοί γιατί στην πραγματικότητα δεν έχεις το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης αν δεν είσαι ο διάδικος σε συγκεκριμένες δίκες. Θέλει τελείως διαφορετική δικονομική οργάνωση.

Υπάρχει ένα μείζον θέμα και θεωρώ ότι αφού έχουμε φτάσει πλέον σε τέτοιο επίπεδο συγκέντρωσης και αφαίρεσης του ελέγχου, πρέπει να δούμε σοβαρά το ζήτημα της συνταγματικής δικαιοσύνης. Είχα προτείνει το Συνταγματικό Δικαστήριο να συγκροτείται με μέλη εκλεγόμενα από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία 2/3. Όποιος δεν παίρνει 2/3 δεν εκλέγεται και άρα αναζητούμε δικαστές με κύρος, μετριοπάθεια, χωρίς κομματικές –ας το πούμε έτσι- όχι εξαρτήσεις, αλλά πάντως εμφανείς προδιαθέσεις, για να έχουμε ένα όργανο το οποίο θα μπορούσε να επιτελέσει το ρόλο αυτό. Η εμπλοκή της Βουλής στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κρίθηκε αντισυνταγματική, όπως προβλέπεται από τον κοινό νόμο. Άρα έχουμε κι εκεί υποχρέωση παρέμβασης..

Για να φτάσω στα μεγάλα θέματα, τα μείζονα θέματα. Τα μείζονα θέματα είναι τρία:

Πρώτον, να μη θίξουμε το κεκτημένο του 2001. Προς Θεού! Το δικαιοκρατικό, κοινωνικό και συμμετοχικό κεκτημένο του 2001 είναι εξαιρετικά σημαντικό. Και το οικολογικό κεκτημένο. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται καμία αλλαγή στο κεφάλαιο περί θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα άρθρα δηλαδή 4 έως και 25 του Συντάγματος. Το άρθρο 25 όπως έχει είναι μία κορυφαία διάταξη στην ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη. Η αρχή της αναλογικότητας, η τριτενέργεια, η ρητή κατοχύρωση του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτος, η υποχρέωση όλων των οργάνων της Πολιτείας να συμβάλουν στην πραγμάτωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα κοιτάσματα του άρθρου 25 είναι τεράστια και αναξιοποίητα. Τα αξιοποιεί σταδιακά η νομολογία, αλλά στάγδην αξιοποίηση. Πρώτο λοιπόν ζήτημα να μην ενδώσουμε στους μεγάλους κινδύνους αλλοίωσης του κεκτημένου του 2001. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε θέματα ασφάλειας χωρίς να θίξουμε το κράτος δικαίου. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε θέματα ανάπτυξης χωρίς να θίξουμε το οικολογικό κεκτημένο. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την δημοσιονομική κρίση χωρίς να θίξουμε την συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Δεύτερο μεγάλο θέμα είναι να βάλουμε το δάχτυλό μας επί τον τύπο των ήλων του προβλήματος της διακυβέρνησης. Για τα προβλήματα του συστήματος διακυβέρνησης δεν φταίει το Σύνταγμα. Φταίνε τα κόμματα. Πιο κρίσιμο ζήτημα είναι η αναθεώρηση των κομμάτων από την αναθεώρηση του Συντάγματος για την ποιότητα του δημοσίου βίου. Το ανοιχτό κόμμα, το δημοκρατικό κόμμα, το συλλογικό, το αποκεντρωμένο, το κόμμα που έχει θεσμική λειτουργία και συνείδηση των θεσμικών πολιτειακών υποχρεώσεών του, είναι η Λυδία Λίθος για τα πάντα: για την σύγχρονη και ολοκληρωμένη λειτουργία της Βουλής και των επιτροπών της, για τη σχέση Βουλής και Κοινωνίας των Πολιτών, για τη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για την αποκέντρωση –δεν μπορείς να έχεις αποκέντρωση του κράτους αν δεν έχεις αποκέντρωση του κόμματος.

Και βέβαια, μέσα από αυτό το σύστημα σκέψης, θα δούμε και το θέμα του εκλογικού συστήματος στη Βουλή και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αν δεν έχεις λειτουργία του κόμματος, οργανωμένη, ελεγχόμενη, θεσμική, μπορείς να πας στην κατάργηση του σταυρού προτίμησης ή σε μονοεδρικές περιφέρειες; Και μπορείς να έχεις μονοεδρική περιφέρεια για τον βουλευτή με 45.000 εκλογείς, αλλά να εκλέγεται ο περιφερειακός σύμβουλος Αττικής, στην περιφέρεια του νομαρχιακού διαμερίσματος, ή να παίρνει έναν σταυρό ο δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων από όλο τον Δήμο Αθηναίων, δηλαδή από μία εκλογική περιφέρεια παλαιού τύπου; Αυτά όλα έχουν απόλυτη συνάφεια, χρειάζεται αρμονία και πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται το κόμμα. Πίσω από όλα αυτά. Πίσω από το μοντέλο διακυβέρνησης, από τη λειτουργία της κυβέρνησης, από τον τρόπο διαχείρισης του δημοσιονομικού προβλήματος, από τις μεγάλες αποφάσεις όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης για τη δημοσιονομική πολιτική, για το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Γιατί ο τρόπος λειτουργίας του κόμματος αντανακλά στον τρόπο λειτουργίας της Βουλής και στον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης.

Και έτσι θα μιλήσουμε και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αν χρειαζόμαστε κάτι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι το κύρος του, όχι οι αρμοδιότητές του. Χρειαζόμαστε τον λόγο του, τον συμβολισμό του. Εμείς προτείναμε από το 1996 να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής του Προέδρου από την απειλή διάλυσης της Βουλής. Και υπάρχουν τρόποι. Τους είχαμε προτείνει και ευχαρίστως να επανέλθουμε.

Τρίτο ζήτημα είναι η ηθική αναστύλωση της πολιτικής. Αλλά ηθική αναστύλωση της πολιτικής επίσης σημαίνει ηθική αναστύλωση των κομμάτων, τα οποία είναι στο τελευταίο επίπεδο αξιολόγησης από την κοινή γνώμη. Αυτό αφορά τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους, τις δημόσιες συμβάσεις, το πόθεν έσχες, το λεγόμενο πολιτικό χρήμα. Όλα αυτά πρέπει να τα πούμε με ειλικρίνεια. Εγώ πιστεύω ότι εάν δεν καθιερωθεί η αποκλειστικά κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων -με μικρές ονομαστικές εισφορές μελών και φίλων μόνο και μέχρι ενός πολύ μικρού επιπέδου, ας πούμε της τάξεως των 100 ευρώ το χρόνο μέσω τραπεζών- δεν μπορεί να εξυγιανθεί το σύστημα. Και επειδή πρόκειται για δημόσιο χρήμα πρέπει να υπάρχει και απόλυτος δημόσιος έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως συμβαίνει με όλες τις διαχειρίσεις του δημοσίου χρήματος.

Για τη βουλευτική ασυλία σας είπα προηγουμένως. Πιστεύω ότι αυτή η νέα πρακτική πρέπει να εφαρμοστεί. Απεδείχθη ότι δεν φταίει το Σύνταγμα, εμείς φταίγαμε. Μπορούμε και το ένα και το άλλο.

Και κλείνω με την ποινική ευθύνη των υπουργών. Τα πράγματα κατά τη γνώμη μου είναι πολύ απλά. Έχω υποβάλει την πρότασή μου εδώ και τρία χρόνια στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Πιστεύω ότι πρέπει να διακηρυχθεί η αρμοδιότητα της Βουλής, μέχρι ενός σημείου στην διαπίστωση του περιγράμματος της υπόθεσης μέσω Εξεταστικής Επιτροπής, να έλθει σε πρώιμο στάδιο η συγκρότηση του πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου που διορίζει τακτικό δικαστή και στη συνέχεια, επί τη βάσει του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, η Βουλή να καλείται να παράσχει την άδεια –να άρει την ασυλία δηλαδή. Αυτός ο απλός μηχανισμός αρκεί δικονομικά.

Πρέπει να μιλήσουμε όμως κάποτε επί της ουσίας. Δεν είναι το ίδιο πράγμα να κατηγορείται ένα κυβερνητικό στέλεχος αόριστα για απιστία ή για παράβαση καθήκοντος επειδή έκανε λάθος επιλογές. Είναι άλλο να κατηγορείται κάποιος επειδή έκανε λάθος επιλογές σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο του Δημοσίου ή σε σχέση με το δημόσιο χρέος ή σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλο πράγμα να κατηγορείται για δωροδοκία ή για ξέπλυμα χρήματος. Άρα και η δικονομική μεταχείριση πρέπει να είναι διαφορετική. Δεν μπορεί να παραμένουν ανοικτά επί μακρόν θέματα πολιτικής διαφωνίας –αν διαχειριστήκαμε καλά την οικονομία ή όχι ή αν κάναμε μία επιλογή έτσι ή αλλιώς. Αυτά είναι θέματα που τα αντιμετωπίζεις μέσα στην συγκυρία, άρα πρέπει πράγματι μέχρι το τέλος της δευτέρας Συνόδου της επόμενης Βουλής να λύνονται. Σε θέματα, όμως, δωροδοκίας, σε θέματα διαχείρισης μαύρου χρήματος, δεν πρέπει να υπάρχει κανένας χρονικός περιορισμός.

Η διαφορά είναι καταλυτική διότι μπορεί να έχουμε κρίνει εσφαλμένα τη μία ή την άλλη απόφαση για δημόσια σύμβαση, ή ακόμη και για νομοθετική πρωτοβουλία, ή ακόμη και για διακρατική σύμβαση και κυρίως να έχουμε κρίνει εσφαλμένα στην κυβερνητική μας θητεία ένθεν κακείθεν διάφορα μακροοικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, χωρίς όφελος προσωπικό, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να έχει ωφεληθεί κανείς, χωρίς να έχουμε πέσει θύματα κανενός εκβιασμού και κανενός λαθρεμπορίου επιρροής. Και μπορεί να έχει γίνει και το αντίστροφο. Μπορεί να έχει ασκηθεί εκβιασμός, μπορεί να έχει διεξαχθεί λαθρεμπόριο επιρροής και μπορεί να έχουν υπάρξει άμεσες ή έμμεσες δωροδοκίες. Αυτά βεβαίως πρέπει να υποκύπτουν στην κοινή παραγραφή και δεν πρέπει να υπάρχει έλεος. Αλλά πρέπει να πούμε την αλήθεια ότι δεν είναι όλα τα ζητήματα ηθικά ίδια και άρα δεν είναι νομικά ίδια.

Υπάρχουν λοιπόν μεγάλα ζητήματα τα οποία πρέπει να συζητήσουμε. Και βεβαίως, αυτό που πρέπει κατά βάθος να δούμε είναι τι απομένει από τον πυρήνα του εθνικού κράτους, της εθνικής κυριαρχίας και του εθνικού Συντάγματος. Γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα κληθεί ο αναθεωρητικός νομοθέτης τώρα να απαντήσει σε μεγάλα ερωτήματα ξέροντας ότι το Σύνταγμα υπόκειται σε διεθνή δικαστικό έλεγχο, ότι ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διστάζει να ελέγξει με τα δικά του κριτήρια τα εθνικά Συντάγματα, ούτε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διστάζει να το κάνει, ούτε η πραγματικότητα των αγορών και των διεθνών σχέσεων, οικονομικών και πολιτικών, διστάζει να το κάνει. Άρα ναι μεν το Σύνταγμα κατέχει την κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, αλλά αυτό είναι δυστυχώς σχολικό επιχείρημα πλέον διότι στην πράξη υπόκειται σε διεθνή έλεγχο πολύ σκληρό και το Σύνταγμα, όπως υπόκεινται σε έλεγχο και οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα όλοι υποκείμεθα στον έλεγχο αυτό.

Με αυτό το δεδομένο πρέπει να πάρουμε τις πρωτοβουλίες. Τι χρειάζεται; Και κλείνω με αυτό γιατί μακρηγόρησα αλλά ήταν μια σημαντική ευκαιρία το βιβλίο του Προκόπη Παυλόπουλου και πρέπει να το τιμήσουμε δίνοντας την προοπτική του. Χρειάζεται πραγματικά μια μεγάλη και σοβαρή εθνική συνταγματική συμφωνία με τη συμμετοχή των κομμάτων, της κοινωνίας και της επιστημονικής κοινότητας. Βεβαίως, για να φτάσουμε σε αυτό χρειάζεται μια συνταγματική ωριμότητα των κομμάτων, παρότι οι βουλευτές πάντα έχουν την αυτονομία τους και την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο στην αναθεωρητική διαδικασία.

Γενικά πρέπει να αξιοποιήσουμε την περίοδο αυτή που είναι περίοδος γενικής ανασυγκρότησης για να βγούμε από την κρίση μη βαυκαλιζόμενοι ότι μια κρίση που είναι βαθιά πολιτική και κοινωνική είναι τάχα δήθεν συνταγματική. Το Σύνταγμα υπάρχει για να βοηθήσει όχι για να γίνει ο αμνός ο αίρων τα αμαρτίας όλου του κράτους και όλης της κοινωνίας.

Άρα, ούτως ή άλλως θέλουμε ενότητα, ούτως ή άλλως θέλουμε συναίνεση που είναι κάτι πολύ σοβαρότερο από την απλή σταθερότητα, ή από τη λογική του δικομματισμού, όπως τον έχουμε συνηθίσει. Ούτως ή άλλως χρειαζόμαστε να έχουμε στόχους, προοπτική, κάποιες χαραμάδες αισιοδοξίας –και μπορεί η συζήτηση για το νέο συνταγματικό πλαίσιο να δώσει και αυτό ως αντικείμενο, δηλαδή μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Ούτως ή άλλως πρέπει να έχουμε μια αίσθηση δίκαιης κατανομής όλων των βαρών. Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία η συνταγματική παρέμβαση να ενισχύσει αυτό που προσπάθησαν να ορίσουν ως μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μια ριζοσπαστική αναδιανομή και των πολιτικών ρόλων και της πολιτικής συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και της Πολιτείας.

Και βεβαίως, επειδή χρειαζόμαστε –και αυτό κάνουμε- ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο, δεν μπορεί να υπάρχει ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης αν δεν έχει και τη θεσμική διάσταση. Έχουμε δηλαδή μπροστά μας περίπου τρία χρόνια ώριμου διαλόγου και σκέψης, που μπορεί να γίνει και γενικά αλλά και θεματικά όπως είπα, με αφορμή τα θέματα της Εκκλησίας και της θρησκευτικής ελευθερίας και τα θέματα των Πανεπιστημίων. Και πιστεύω ότι μέσα από τη συζήτηση αυτή μπορούμε να αξιολογήσουμε και τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, να συνειδητοποιήσουμε το κεκτημένο και να συνειδητοποιήσουμε και τις προτεραιότητες που έχουμε ως χώρα, ως κοινωνία, ως Έθνος.

Ευχαριστώ πολύ».

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κος καθηγητής, βουλευτής, ΥΕΘΑ:
"Το ελληνικό Σύνταγμα είναι το μόνο ίσως στην Ευρώπη που προβλέπει αυξημένες πλειοψηφίες προκειμένου η Βουλή να αποφασίζει για κρίσιμα θέματα"
(ie Μνημόνιο?) Αχχ. Δασκαλε που δίδασκες...
Πρέπει να τον μπερδεύει 0 Sakis!

Ανώνυμος είπε...

RE PAIDIA o PAKIS KSEREI NA GRAFEI?

Ανώνυμος είπε...

O Πακις Παυλόπουλος είναι ο πιο ντενεκές υπουργός
που έχει περάσει από τη βουλή. Μεταξύ αλλων έχει ευχαριστήσει τους τριτοκοσμικούς λαθρομετανάστες που προτίμησαν την Ελλάδα!
Επίσης έχει κάψει την Ελλάδα (με τις μεγάλες πυρκαγιές)
και την Αθήνα (επί δολοφονίας Γρηγορόπουλου).
Πως έφτασε καθηγητής μόνο το μέσο του το ξέρει.
Είναι αποδομητής και αυτά που γράφει (αν ξέρει να γράφει, όπως σωστά ρωτά προηγούμενος σε σχόλιο) είναι αποδομητικά.