Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Η αποδόμηση του ΄Εθνους από Θάλεια Δραγώνα, ΄Αννα Φραγκουδάκη και όλους τους ομοϊδεάτες τους.



Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού
 Εισαγωγικά
 Βρισκόμαστε εδώ και πολλά χρόνια (από την εποχή κυρίως του Σημίτη και ακόμη πιο πριν), όπου διαμορφώνεται στον ελλαδικό χώρο και όχι μόνο ( η επίδραση από το εξωτερικό είναι ασφαλώς ισχυρή), μια αφύσικη συμπαράταξης  ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές της ιστορίας της δεξιάς  με τους εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές της ιστορίας από την αριστερά, (για τους δικούς τους ιδεολογικούς λόγους). Στόχος αυτής της αφύσικης συμπαράταξης (μπορεί όμως να είναι με βάση μιαν επιστημονική ανάλυση και φυσιολογική) είναι η ιδεολογική τρομοκρατία της άλλης άποψης, που θυμίζει άλλες εποχές.
Η μελέτη των βιβλίων και τα συμπεράσματα από την έρευνα μας
 Η Θάλεια Δραγώνα και η Άννα Φραγκουδάκη, επιμελήθηκαν την συλλογική έρευνα που εκτίθεται στο βιβλίο; Τι είν' η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση.
΄Ήδη από τον τίτλο συμπεραίνει ο αναγνώστης ότι το καταληκτικό συμπέρασμα των ερευνητών, που βασίζεται σε συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια σε έναν κατά την άποψή τους αντιπροσωπευτικό αριθμό εκπαιδευτικών και στην ανάλυση του περιεχομένου των σχολικών βιβλίων της ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Γλώσσας της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, είναι ο εθνοκεντρισμός.
Για να πιστοποιήσουν εκ προοιμίου ότι η έρευνά τους είναι πέρα από οποιαδήποτε αμφισβήτηση, ότι  είναι οι κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας απέναντι στους σκοταδιστές, χρησιμοποιούν αντί προλόγου την περίπτωση του Γαλιλαίου από ένα θεατρικό έργο του Μπρεχτ: Η ζωή του Γαλιλαίου. Με την παράθεση μιας σκηνής από το έργο αυτό θέλουν να δείξουν ότι όσοι θα αμφισβητήσουν τα συμπεράσματα της έρευνάς τους είναι άνθρωποι σκοταδιστές, άνθρωποι της Ιεράς εξέτασης, στη μοντέρνα εκδοχή «ακροδεξιοί, αντιδραστικοί ρατσιστές κ.λπ. για να καλλιεργήσουν στην τρυφερή ψυχή της νεολαίας - και όχι μόνο - ενοχές με συνέπεια την ηττοπάθεια και την τελική υποταγή στα ποικίλα ιμπεριαλιστικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας;
Η επιλογή μελέτης του σχολείου έγινε γιατί, σύμφωνα με τους επιμελητές, το σχολείο είναι «ο κατ' εξοχήν κοινωνικός θεσμός μέσα από τον οποίο μαζί με την μετάδοση γνώσεων καλλιεργείται και αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα των νέων γενεών. Στα σύγχρονα έθνη - κράτη το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας».
Εκ προοιμίου θέλουμε να τονίσουμε κι' εμείς, ότι το συμπέρασμα που καταλήξαμε μετά από εμπεριστατωμένη και λεπτομερή μελέτη του ανωτέρω βιβλίου και του βιβλίου που επιμελήθηκαν η κ. Θάλεια Δραγώνα και ο κ. Φαρούκ Μπιρτέκ, τούρκος καθηγητής, με τίτλο Ελλάδα και Τουρκία. Πολίτης και έθνος -κράτος, στόχο έχει να απαξιώσει και στη συνέχεια να απαλείψει την καλλιέργεια και αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας των νέων γενεών. Και αυτήν την πολιτική προωθεί το ΠΑΣΟΚ με «σοσιαλιστικό» πρόσημο και ο πρόεδρός του Γιώργος Παπανδρέου.
Αυτός είναι εξάλλου και ο εμφανής στόχος κατάργησης της «εθνικής» παιδείας. Το λέει ξεκάθαρα η απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που φέρει φυσικά και την κύρια ευθύνη αποεθνοποίησης του κράτους. Η κ. Θάλεια Δραγώνα και ΄Αννα Φραγκουδάκη με τους  ομοϊδεάτες τους είναι απλώς τα «επιστημονικά» εκτελεστικά όργανα.
Στη διδασκαλία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας «συμβάλλουν οι τελετές, τα σύμβολα, οι εθνικές επέτειοι, οι συμβολικές χρονολογίες», εξηγεί η κ. Δράγωνα πολύ σωστά. ΄Έτσι ερμηνεύεται λοιπόν και η μανία που διακατέχει ορισμένους για την ελληνική σημαία. Συμβολικά με το να καιν η να ποδοπατούν την ελληνική σημαία είναι σαν να ποδοπατούν την  εθνική ταυτότητα, την ελληνική ιστορία, τους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία και δημοκρατία, για τα «πανανθρώπινα ιδανικά, όπως ήταν το σύνθημα του ΕΑΜ.
Σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας, υποτιμόνται, κατά την κ. Θάλεια Δραγώνα «οι αξίες, τα πιστεύω, οι αρχές των ‘άλλων'  ομάδων αναγκαστικά, αλλά και επικίνδυνα». Είναι απορίας άξιο πως ο αυτοσεβασμός στην εθνική ταυτότητα έχει όλες αυτές τις αρνητικές παρενέργειες απέναντι στους άλλους είναι κάτι ανεξήγητο. Γιατί το ένα οδηγεί «αναγκαστικά» στην επικινδυνότητα και συνεπώς στην ξενοφοβία και τον εθνικισμό κατ' επέκταση, απέναντι στον «άλλον» είναι σαφώς μια αυθαίρετη αφαίρεση της κ. Θάλειας Δραγώνα, κατά το έτσι αποφασίζομεν και έτσι είναι.
Παραθέτει για του λόγου το αληθές και μια σειρά από ιστορικούς, όπως π.χ. ο Αντώνης Λιάκος, η Κουλούρη, ο Κωστόπουλος, ο Λιθοξόου και άλλοι, εθνομηδενιστές.
Σ' αυτό το πνεύμα αναλύονται «οι σύγχρονες θεωρήσεις για την ιστορικότητα του έθνους, σύμφωνα με τις οποίες το έθνος δεν συνιστά μια πρωταρχική, φυσική και σταθερή οντότητα - όπως ήθελε η ρομαντική αντίληψη του 19ου αιώνα, την οποία εξακολουθούν να αναπαράγουν οι εθνικές ιδεολογίες -, αλλά είναι ιστορικό φαινόμενο, με συγκεκριμένα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά, ενώ ο εθνικός ‘εαυτός' ορίζεται σε κάθε περίπτωση μέσα από την αντίθεση μα και τη διαφορά του από τους διάφορους εθνικούς ‘άλλους'». Και στην παράθεση αυτών των επιχειρημάτων υπάρχει απόλυτη αυθαιρεσία, η οποία καθορίζεται από την ιδεολογική στάση ορισμένων «επιστημόνων», μερικούς από τους οποίους παραθέσαμε και των οποίων η άποψη για την απαξία κάθε εθνικού είναι γνωστή στο πανελλήνιο.  Δηλαδή ένα άτομο που έχει την ταυτότητά του αποτελεί κίνδυνο για τους «άλλους». Τότε πρέπει να καταργήσουμε τις ταυτότητες. Βέβαια πρέπει να αντιτείνουμε ότι, όταν φτάσουμε σε κάποια αταξική κοινωνία, τότε δεν χρειάζεται κανένας ταυτότητα. Το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές τις θέσεις είναι ότι η σχολική εθνική διαπαιδαγώγηση είναι λάθος, για να μην πούμε αναχρονισμός.
Την ίδια αντιεπιστημονική αυθαιρεσία με δογματικό τρόπο εκφράζει και μια άλλη άποψη στο βιβλίο που λέει ότι «Η αξιολόγηση του ελληνικού και των άλλων εθνών με βάση την ευρωκεντρική επιστημονική παράδοση του 19ου αιώνα, τελικά αποδίδει στον ‘ελληνισμό' πολιτισμική υπεροχή, με αιτιολόγηση την ικανότητα ‘διατήρησής' του, χωρίς να υφίσταται επιδράσεις, και έτσι διαμορφώνεται μια αμυντική διάσταση της εθνικής ταυτότητας». Πως εξάγει η κ. Θάλεια Δραγώνα το συμπέρασμα ότι  ο ελληνισμός δεν αποδέχεται επιδράσεις και αν αποδεχτούμε την «αμυντική διάσταση» (ο Σβωρόνος θα μιλούσε για «αντίσταση»), δεν υπάρχουν οι κίνδυνοι στο γειτονικό μας περιβάλλον αντικειμενικά; Αποτελεί φαντασίωση των «εθνικιστών και υπερπατριωτών» η διαπίστωση ότι ο ελληνισμός (Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη, Μακεδονία και αύριο και ΄Ηπειρος και μεθαύριο Κρήτη και παραμεθαύριο Κέρκυρα κ.λπ) απειλείται από τον τουρκικό επεκτατισμό και τον σκοπιανό αλυτρωτισμό και από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τους συμπαραστέκονται και τους υποστηρίζουν; Μήπως, κατά την κοινωνική ψυχολόγο κ. Θάλεια Δραγώνα , έχουν πάθει οι ΄Έλληνες παράκρουση και ψύχωση, σύμφωνα με την «κοινωνιοψυχολογική ερμηνεία του εθνοκεντρισμού»;
όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν και τις «πολιτικές συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους», όπως ισχυρίζεται και η συνάδελφος της κ. Δραγώνα  κ. ΄Αννα Φραγκουδάκη, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η εθνική διαπαιδαγώγηση από το σχολείο παράγει μια αντιφατική αξιολόγηση του ελληνικού έθνους και πολιτισμού, που οδηγεί σε μια εθνική ταυτότητα ανασφαλή, σε κατάσταση κατωτερότητας και αδυναμίας και σε κίνδυνο αλλοίωσης και εξαφάνισης»,
Ασφαλώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα σχολικά βιβλία είναι τέλεια και δεν θέλουν αλλαγή προς το καλύτερο.  Πάντοτε υπάρχει το καλύτερο. Από κει και πέρα όμως, να διαπιστώνει φαινόμενα που είτε δεν υπάρχουν είτε, εάν υπάρχουν, οφείλονται σε πραγματικά αίτια, αποτελεί διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. ΄Έτσι αποφαίνεται με ειρωνεία: Δε φαίνεται «ακόμη η ώρα για να αποκτήσει η Κλειώ - που παραμένει παραγνωρισμένη από το ελληνικό κοινό - μια στερεή και αυτόνομη παρουσία στη χώρα που επικαλείται την καταγωγή της» όπως ισχυρίζεται η κ. ΄Εφη Αβδελά.
Η υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας διατρέχει ως μίτος όλη την αξιολόγηση του Νεοέλληνα, ως ενός κομπλεξικού και φοβικού υποκειμένου, με συναισθήματα ανωτερότητας προς τους γείτονες (ανατολίτες και βαλκάνιους) και κατωτερότητας προς τους Βορειοευρωπαίους, με υπερεκτίμηση του «εαυτού» και υποεκτίμηση του «άλλου», όταν πρόκειται για θεωρούμενους κατώτερους πολιτισμούς, όπως εκτιμάται ο ΄Έλληνας εκπαιδευτικός στην κοινωνιοψυχολογική του ψυχοσύνθεση, κατά τις κ. Δραγώνα και Φραγκουδάκη και συνεργατών στην έρευνα.
Μερικά παραδείγματα που αναφέρουν είναι χαρακτηριστικά: «Μην ξεχνάτε ότι και η Ευρώπη τρέφει μεγάλο σεβασμό στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, συνεχιστές του οποίου είμαστε εμείς σήμερα...». Και ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρει η κ. Δραγώνα για την, όπως λέει «τη γνωστή ρήση πολιτικού προσώπου, που φαίνεται άγγιξε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού: ‘...όσο για τον πολιτισμό μας, όταν αυτοί τρώγανε βελανίδια, εμείς φτιάχναμε παρθενώνες'» Μια τέτοια στάση δεν είναι δυνατόν παρά να υποδηλώνει, κατά κ. Δραγώνα, φαινόμενα αμφιθυμίας και τελικά ρατσισμού και εθνικισμού. Και συνεχίζει: «Ωστόσο η ρατσιστική στάση δεν είναι μονοσήμαντη. Η αμφιθυμία αποτελεί διάχυτο χαρακτηριστικό του λόγου του επιθετικά απορριπτικού των ‘άλλων'».
 Σχετικά με το έθνος παραθέτει διάφορους μοντέρνους συγγραφείς, όπως τον Β. ΄Αντερσον, περί της φαντασιακής κοινότητας και στηρίζει τη δημιουργία του έθνους στη γνωστή θεωρία ότι τα περί έθνους είναι φαντασιακές κατασκευές του κράτους και συνεπώς, όταν εκλείψει το κράτος, θα εκλείψει και το έθνος, μιας και η δημιουργία του έθνους αποτελεί κατασκευή του κράτους.
Γράφει σχετικά: «Ο λόγος περί έθνους, στηριγμένος στις υλικές μορφές που αναπαράγονται με τη συστηματική φροντίδα και την τυπική ευθύνη του κράτους για να στηρίξουν την ερμηνεία του κόσμου που καλλιεργεί, συγκροτεί ‘εθνικά' υποκείμενα»
Αυτά τα ελληνικά εθνικά υποκείμενα, κατά Δραγώνα πάντοτε, μεταθέτουν «τον άξονα ορισμού της ελληνικότητας από το χώρο στο χρόνο και αντιστρόφως, όπως εφαρμόζεται στις συζητήσεις περί του απανταχού ελληνισμού, της ελληνικότητας της Μακεδονίας ή της κατάταξης της Ελλάδας στην Ευρώπη».
Με την έρευνά τους αποδεικνύεται περίτρανα «η επιβεβαίωση των εθνοκεντρικών, ξενοφοβικών στερεοτύπων, που εν πολλοίς αναπαράγονται από τα ίδια σχολικά εγχειρίδια».
Στην έρευνα όλοι οι εκπαιδευτικοί με τους οποίους έλαβε χώρα η συνέντευξη ισχυρίζονταν (98%) ότι δεν τρέφουν ρατσιστικά αισθήματα. ΄Έτσι αναγκάζεται (και πιστεύω παρά τη θέλησή της) να παραδεχτεί και να υποχωρήσει στο εξής, χωρίς να αναιρεί ουσιαστικά την άποψή της: «Η γενική πεποίθηση ωστόσο ότι οι ΄Έλληνες δεν είναι ρατσιστές είναι ενδιαφέρον κοινωνικό φαινόμενο, που χρειάζεται μελέτη και εμβάθυνση». Βασικά αναγκάζεται να το ομολογήσει, ενώ θα επιθυμούσε μάλλον το αντίθετο, δηλαδή να επιβεβαιωθεί στις υποθέσεις της. Οπωσδήποτε όμως υπάρχουν τα ξενοφοβικά στοιχεία.
Συνήθως γίνεται ταύτιση ή επιχειρείται συνάφεια της ξενοφοβίας με τον ρατσισμό. Ο ΄Ελληνας κλειδαμπαρώνεται τώρα κυριολεκτικά εξαιτίας της ανασφάλειας και επικινδυνότητας που προέκυψε κυρίως με την ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών (και ασφαλώς και το ίδιο κάνει και η ίδια η κ. Θάλεια Δραγώνα και η κ. ΄Αννα Φραγκουδάκη. ΄Ομως οι ίδιες θα επεφύλαξαν για τον εαυτό τους τον χαρακτηρισμό του μη ρατσιστή)
Αυτό επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τις συνέπειες της, όπως γράφει, «ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους». Τονίζει σχετικά: «Το σημαντικότερο συμπέρασμα των ερευνητικών δεδομένων που παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου είναι ότι το σχολείο καλλιεργεί την ξενοφοβία και την εύθραυστη και ανασφαλή εθνική ταυτότητα. Στον εκπαιδευτικό θεσμό εμφανίζεται κυρίαρχη μια αντίληψη για τον πατριωτισμό, που παρουσιάζει το ελληνικό έθνος απολύτως ομοιογενές, με πολιτισμικές ιδιότητες ίδιες και αναλλοίωτες από την πιο μακρινή αρχαιότητα και μη υποκείμενες σε επιδράσεις κι ακόμη σαν έθνος πολιτισμικά ανώτερο εξαιτίας της ευγενούς καταγωγής του από την αρχαιότητα, η οποία κατέχει στη Δυτική Ευρώπη και τον πολιτισμό της θέση αξίας παγκόσμιας.
Εν συνεχεία εξηγεί το φαινόμενο: «Αυτή η αντίληψη για τον πατριωτισμό ανήκει στον 19οΑπ' όλη αυτή την τοποθέτηση προκύπτει για την κ. ΄Αννα Φραγκουδάκη αβίαστα η αντίληψη: «΄Έτσι η δυσκολία προσαρμογής στις νέες συνθήκες της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης και της καινούργιας πραγματικότητας των μεταναστών και προσφύγων συνδυάζεται με μια παραδοσιακή ξενοφοβία, που είναι ταυτόχρονα και αίτιο και αποτέλεσμα ενός λόγου για το έθνος με περιεχόμενο τους μύθους  και τις αντιφάσεις ενός παρωχημένου εθνικισμού». αιώνα»
 Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στις παράλογες, ανιστόρητες και αυθαίρετες και πραγματικά αντιεπιστημονικές, αλλά συγχρόνως και «ρατσιστικές» ερμηνείες της κ. ΄Αννας Φραγκουδάκη; Πρώτα απ' όλα θα ήταν παράλογος ο οποιοσδήποτε, αν ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχαν επιδράσεις, θετικές ή αρνητικές δεν έχει σημασία. Δεύτερο από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο πατριωτισμός ανήκει στον 19ο αιώνα; Τρίτον γιατί το έθνος σώνει και καλά πρέπει να εγκλωβιστεί στις κατασκευές της κ. Φραγκουδάκη, για τους μύθους και τις αντιφάσεις ενός παρωχημένου εθνικισμού; Δηλαδή εθνική συνείδηση, εθνική μνήμη, μια κάποια έστω συνέχεια από την αρχαιότητα είναι απαράδεκτη, ως ανιστόρητη;
Ανιστόρητος είναι φυσικά και ο μύθος για την ομοιογένεια , γιατί, όπως γράφει ή ίδια στο βιβλίο «Ο μύθος της ομοιογένειας είναι εύκολο να καταπολεμηθεί ιστορικά» Μιλάει στη συνέχεια για «εθνικές ιδεολογίες και κυρίως ότι «η ομοιογένεια ως μέγιστη εθνική αξία παράγει ξενοφοβία και αυτή με τη σειρά της καλλιεργεί αυταρχικές τάσεις». Για να μη παράγει λοιπόν ξενοφοβικές και αυταρχικές τάσεις, θα πρέπει να δημιουργήσουμε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, η οποία αν προκύψει, θα μας απαλλάξει αυτομάτως από τα αρνητικά αυτά φαινόμενα.
Αναφέρεται κατόπιν σε ένα άλλο προσθετικό της μυθοπλασίας των σχολικών βιβλίων για την υπερτίμηση από τη μια και την υποτίμηση από την άλλη της εθνικής ταυτότητας, δηλαδή για μια ανώμαλη, παθογενή ψυχολογική και πνευματική κατάσταση του ΄Έλληνα. Γι' αυτό ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι «στο όνομα του πατριωτισμού καλλιεργούν μια εθνική ταυτότητα ανασφαλή, σε κατάσταση κατωτερότητας και αδυναμίας και σε κίνδυνο αλλοίωσης και εξαφάνισης».
Και μιας που αναφέρεται η κ. Φραγκουδάκη στον αυταρχισμό, ας παραθέσουμε τις απόψεις της στο βιβλίο: Ο αυταρχισμός είναι λογικό αποτέλεσμα της συντηρητικής φιλοσοφίας (hampden ß Turner 1970, 259. Η έννοια του αυταρχισμού είναι συνδεδεμένη με την κλασική μελέτη του Αντόρνο και των συνεργατών του (Adorno κ.ά. 1950) και διατηρεί υψηλούς δείκτες συσχέτισης με τις έννοιες του συντηρητισμού, του εθνοκεντρισμού και του εθνικισμού» Τι αποδειχτικά στοιχεία βγαίνουν από αυτή την τοποθέτηση; Απλούστατα: Αφού η παιδεία μας είναι εθνοκεντρική είναι ταυτόχρονα και αυταρχική και συντηρητική. Με μια πολυπολιτισμική παιδεία, που καταργεί τον εθνοκεντρισμό, δεν θα είχαμε τέτοιο πρόβλημα! Είναι το λογικό συμπέρασμα.
Το ερωτηματολόγιο στο οποίο βασίστηκε η μελέτη της κ. Δραγώνα και Φραγκουδάκη «δομήθηκε γύρω από τις βασικές θεματικές της έρευνας: εθνικός ‘εαυτός' σε σχέση με τον εθνικό ‘άλλο', που υπήρξε και το κύριο αντικείμενο της μελέτης, ‘ελληνική παιδεία' σε σχέση με την ‘ευρωπαϊκή' και την ‘πολυπολιτισμική' εκπαίδευση, που αποτελεί το συγκεκριμένο πεδίο στο οποίο εκτυλίσσεται η έρευνα, και ‘ελληνικότητα' σε σχέση με την ‘Ενωμένη Ευρώπη', που αποτελεί την ιστορική εξειδίκευση του θέματοςΣτο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναλύονται από τους επιμελητές του βιβλίου τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας, από τα οποία σταχυολογούμε ορισμένα, που ενέχουν βέβαια, για να το ομολογήσουμε και το στοιχείο της μη ολοκληρωμένης προσέγγισης του βιβλίου, που όμως θα αποκάλυπτε αλήθειες που επιβεβαιώνουν τα μερικά συμπεράσματά μας.
Ομιλούν οι συγγραφείς του βιβλίου για «στερεότυπα» των εκπαιδευτικών, όπως το «στερεότυπο» της ανωτερότητας/κατωτερότητας, που αποτελεί βασικό αίτιο της ξενοφοβικής τοποθέτησης μιας ομάδας εκπαιδευτικών, που οδηγεί με τη σειρά του στην τάση απομονωτισμού, που ο συνδυασμός όλων αυτών οδηγούν στο αίσθημα ανωτερότητας της «ελληνικής κουλτούρας» και εν κατακλείδι όλα τα ανωτέρω και πολλά άλλα οδηγούν στον πλήρη αποκλεισμό των Τούρκων από την ΕυρώπηΜια σημαντική αποκάλυψη της έρευνας κατά τους συγγραφείς του βιβλίου, είναι το φαινόμενο του ετεροπροσδιορισμού, ο οποίος «έμμεσα αποκαλύπτει μια ελλειμματική εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία αναζητεί τα τεκμήρια της αξίας της στο παρελθόν. Η αρχαιότητα συνεπώς λειτουργεί ως αντιφατική υπέρτατη αναφορά, η άρρητη σύγκριση με την οποία παράγει τη μειονεκτικότητα του παρόντος, ενώ η ρητή επίκλησή της θεμελιώνει την υπεροχή του. Η γενικευμένη λοιπόν θεώρηση του ‘ελληνικού πολιτισμού' ως αχρονικού μορφώματος αποκλείει τη διάκριση ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και διαφορών και μέσα από το σχήμα της αναλλοίωτης διατήρησης προβάλλει στο παρόν αλλά και στο μέλλον την αίγλη του παρελθόντος, καλύπτοντας μια άρρητη υποτίμηση της νεολληνικής πραγματικότητας
Από πού βγαίνει το συμπέρασμα αλήθεια ότι η «γενικευμένη θεώρηση του ελληνικού πολιτισμού» αποκλείει τη διάκριση ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και ότι αυτό συνεπάγεται την υποτίμηση της νεοελληνικής πραγματικότητας; Είναι πέρα πάσης αποδείξεως η διαπίστωση ότι ο Νεοέλληνας παρά τη βαριά σκλαβιά κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, άποψη την οποία, όπως φαίνεται διάχυτη στο έργο των συγγραφέων, δεν γίνεται αποδεκτή, παρήγαγε λαμπρό έργο, το οποίο οι συγγραφείς και οι ομοϊδεάτες τους όχι μόνο θέλουν να το ευτελίσουν, αλλά και να το αμαυρώσουν και στη συνέχεια να το υποτιμήσουν, για να μας πείσουν ότι η παγκοσμιοποιημένη πολυπολιτισμικότητα αποτελεί ανώτερο ανθρωπιστικό αγαθό, γιατί απαλείφει τα κομπλεξικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα απέναντι στους «ξένους». 
Φυσικά μέσα στον ορυμαγδό των αρνητικών στοιχείων που έχουν δευτερεύουσα σημασία αναδεικνύονται στην έρευνα και ορισμένες θετικές επισημάνσεις όπως η επισήμανση ότι «στα δύο βιβλία ιστορίας ναρκοθετείται έμμεσα η ιστορικότητα από την απουσία της κοινωνικής διάστασης των γεγονότων και φαινομένων...Δηλαδή από τις σελίδες ειδικά της ελληνικής ιστορίας απουσιάζει η επιστημονική οπτική περί κοινωνικών ομάδων και τάξεων καθώς και κάθε κοινωνική διαφοροποίηση». Αυτό το συμπέρασμα είναι σε μεγάλο βαθμό αλήθεια, για όποιον έχει μελετήσει τα βιβλία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Από την άλλη η θεώρηση από τους συγγραφείς του βιβλίου ότι αποτελεί υποτίμηση η διαπίστωση ότι οι Οθωμανοί έχουν απειλήσει την πολιτισμική εθνική ιδιαιτερότητα και ομοιογένεια και την φυσική και πολιτισμική ύπαρξη του ελληνισμού, αποτελεί εθελοτυφλία στα κραυγαλέα ιστορικά γεγονότα, που μόνο με σκοπιμότητα έχουν να κάνουν.
Τέλος η διαρκής και θα' λεγα με κάποια υπερβολή, λυσσώδης καταγγελία των συγγραφέων και κυρίως της κ. Θάλειας Δραγώνα και της κ. ΄Αννας Φραγκουδάκη ενάντια στη στάση του Νεοέλληνα απέναντι σ' αυτό που λέμε βαριά κληρονομιά, αποτελεί αναίρεση κάθε αντικειμενικής ιστορικής και ερευνητικής προσπάθειας και αναδεικνύει μια ορισμένη σκοπιμότητα, αυτή δηλαδή της στρατηγικής της παγκοσμιοποίηση και της νέας τάξης, που θέλει να μεταβάλλει ακόμη και τα έθνη που έχουν συμπαγή εθνική ταυτότητα σε παγκοσμιοποιημένη συνειδησιακή σούπα.
Τους συγγραφείς τους ενοχλεί ότι από τους εκπαιδευτικούς ο «αρχαίος ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται ως θεμελιώδης αναφορά του εθνικού εαυτού με αξία μοναδική και ανεπανάληπτη, αλλά ταυτόχρονα και ως κοιτίδα του σύγχρονου πολιτισμού στους τομείς της επιστήμης, της τέχνης, των ιδεών. Τονίζεται η καθολικότητα ιδεών, όπως η δημοκρατία και το ολυμπιακό ιδεώδες, ενώ παράλληλα προβάλλεται η απαράμιλλη αξία και η παγκόσμια αναγνώριση της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Φωτογραφίες αρχαίων γλυπτών συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν το λόγο των κειμένων αφού ‘τα' αριστουργήματα μιλάνε μόνα τους Γιατί άραγε, δεν αναρωτούνται οι συγγραφείς οι Νέο-Οθωμανοί του κυρίου Νταβούτογλου προσπαθούν να οικειοποιηθούν και να παρουσιάσουν όλα τα ελληνορωμαϊκά (και βυζαντινά ακόμη, όσα δεν μπόρεσαν να αφανίσουν) πολιτισμικά αγαθά και μνημεία ως τούρκικη κληρονομιά;
Δεν βάζει σε προβληματισμό αυτό το γεγονός ή το αγνοούν; Ας εκτιμήσουν τουλάχιστον και ας προβάλλουν αυτό που κάνουν οι Νέο - Οθωμανοί Τούρκοι ως δική τους κληρονομιά, για να φανεί ότι αυτή η αποκαλούμενη τουρκική κληρονομιά για την οποία είναι υπερήφανοι ο Τούρκοι είναι η ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή κληρονομιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: