Λονδίνο: Η αποδέσμευση εγγράφων από το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών φέρνει στη δημοσιότητα στοιχεία που αφορούσαν τις συζητήσεις που γίνονταν το 1979 για την επιστροφή της πόλης των Βαρωσίων μεταξύ του τότε προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Σπύρου Κυπριανού και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς.
Σύμφωνα με έγγραφο του 1979, το θέμα της επιστροφής των Βαρωσίων είχε προσυμφωνηθεί να συζητηθεί στη συνάντηση Κυπριανού - Ντενκτάς τον Μάιο του 1979, μια συζήτηση που θα κάλυπτε τόσο την περιοχή στην οποία θα επέστρεφαν πρόσφυγες όσο και το καθεστώς διοίκησής της.
Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η διοίκηση της περιοχής θα περιήρχετο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ενώ σύμφωνα με βρετανικό έγγραφο ο Σπύρος Κυπριανού είπε ότι η τουρκική πλευρά είχε αποδεχθεί να υπάρξουν εγγυήσεις ότι όταν οι κάτοικοι της Αμμοχώστου επέστρεφαν δεν θα εξαναγκάζονταν να την εγκαταλείψουν ξανά. Ήλπιζε επίσης ότι η επανεγκα-
τάσταση θα άρχιζε πολύ σύντομα.
Η
Συμφωνία Κυπριανού-Ντενκτάς της 19ης Μαϊου 1979 χαιρετίσθηκε από όλες τις πλευρές, η ευφορία που είχε δημιουργηθεί για τις προοπτικές εξεύρεσης λύσης του Κυπριακού άρχισε να διαλύεται από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις, στα πλαίσια των δικοινοτικών συνομιλιών ως αποτέλεσμα της επίμονα αρνητικής στάσης της τουρκοκυπριακής πλευράς.
Το θέμα των εγγυήσεων τέθηκε στη βρετανική κυβέρνηση από το 1979. Ο Λόρδος Κάραντον εισηγείτο το διορισμό τριμελούς ομάδας για το Κυπριακό και Βρετανός διπλωμάτης προέβλεψε, σε ανύποπτο χρόνο, την ανάδειξη του Τάσσου Παπαδόπουλου στην προεδρία.
Αυτά και αρκετά άλλα αποκαλύπτονται από τα εμπιστευτικά έγγραφα της βρετανικής κυβέρνησης για το 1979 που δίδονται από σήμερα στη δημοσιότητα.
Εγγραφο της βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας στη Λευκωσία ημερομηνίας 29 Μαϊου 1979 εκτιμά σαν θετική τη στάση και των δυο ηγετών, ιδιαίτερα εκείνη του Κυπρίου Προέδρου στη συνάντηση της 18ης-19ης του ιδίου μήνα, αν και υποστηρίζει ότι οι περισσότερες υποχωρήσεις έγιναν από την τουρκική πλευρά. Ενδεικτικό της γενικά εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε, όμως, είναι το ότι το ίδιο έγγραφο μιλούσε για κίνδυνο υπονόμευσης της Συμφωνίας πριν ακόμη την επανέναρξη τον διακοινοτικών συνομιλιών που είχε καθορισθεί για τις 15 Ιουνίου.
Τα προβλήματα άρχισαν να παρουσιάζονται από τη δεύτερη κιόλας συνάντηση των δυο συνομιλητών, Γεωργίου Ιωαννίδη και Ουμίτ Σουλεϊμάν Ονάν, στις 18 Ιουνίου, υπό την προεδρία του κ. Γκουεγιάρ που εκπροσωπούσε τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, με κύριο θέμα συζήτησης εκείνο των αγνοουμένων. Ακόμη περισσότερο οξύνθηκε το κλίμα όταν κατά την τρίτη συνάντηση, στις 20 Ιουνίου, ετέθη το θέμα του Βαρωσιού. Η χειρότερη εξέλιξη, όμως, αποτελούσε η επιμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς όπως η αρχή της διζωνικότητας και το θέμα ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων υιοθετηθούν ως αποφασισθέντα στοιχεία της Συμφωνίας Μακαρίου-Ντενκτάς που είχε πραγματοποιηθεί στις 12 Φεβρουαρίου 1977. Η τελευταία συνάντηση στα πλαίσια των δικοινοτικών ήταν στις 22 Ιουνίου.
Σε δημοσιογραφική διάσκεψη στις 24 Ιουνίου, ο Ραούφ Ντενκτάς είπε ότι «η Συμφωνία με τον Μακάριο προνοούσε για διζωνική ομοσπονδία» και ισχυρίσθηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος «είχε ζητήσει να αποφευχθεί αναφορά σε λέξεις και όρους που θα δημιουργούσαν μια δύσκολη κατάσταση ανάμεσα στην κοινότητα».
Επίσης, είπε ότι ο χάρτης τον οποίο ο τότε συνομιλητής, Τάσσος Παπαδόπουλος κατέθεσε στα πλαίσια των συνομιλιών της Βιέννης, 31 Μαρτίου-1 Απριλίου 1977, προνοούσε για διζωνική ομοσπονδία και ότι ο ίδιος ο Τάσσος Παπαδόπουλος, σε απαντήσεις του σε εκείνη τη συνάντηση, είπε ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά συμφώνησε για διζωνική ομοσπονδία. Ο Ντενκτάς αναφέρθηκε και σε ομιλία του Υπουργού Εξωτερικών, Γιάννη Χριστοφίδη, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 31 Αυγούστου 1977, κατά την οποία είπε ότι «η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε συμφωνήσει για διζωνική ομοσπονδία».
Ακόμη ισχυρίσθηκε ότι στη συνάντηση της 18ης-19ης Μαϊου με τον Πρόεδρο Κυπριανού, όταν ετέθη το θέμα της διζωνικότητας, ο κ. Κυπριανού αναγνώρισε πως κατά τη συνάντηση Μακαρίου-Ντενκτάς, οι δυο πλευρές συμφώνησαν για τη διζωνικότητα.
Ο Ελληνοκύπριος συνομιλητής, Γιώργος Ιωαννίδης, κατά τη συνάντηση της 18ης Ιουνίου απέρριψε την εκδοχή οποιασδήποτε συμφωνίας για διζωνικότητα ή για ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων κατά τη συνάντηση Μακαρίου-Ντενκτάς. Επίσημος εκπρόσωπος αναγνώρισε ότι σ’ εκείνη τη συνάντηση είχε εγερθεί θέμα διζωνικότητας όπως είχαν εγερθεί και άλλα θέματα, αλλά η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε τη διζωνικότητα όπως η τουρκοκυπριακή είχε απορρίψει άλλα θέματα που είχαν τεθεί. Αυτό που ισχύει, είπε, είναι το επίσημο κείμενο όπως είχε δημοσιευθεί.
Εξάλλου, μνημόνιο της κυπριακής Κυβέρνησης, ημερομηνίας 18 Ιουλίου 1979, που επεδόθη στη βρετανική, διερωτάται για το πώς, ύστερα από δυόμιση χρόνια από τη Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς και δυο χρόνια μετά το θάνατο του Κυπρίου ηγέτη, ανεκαλύφθη μυστική συμφωνία πέραν του επισήμου κειμένου. Το Μνημόνιο εξηγεί ότι με την επιμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς στον όρο της διζωνικότητας αποκαλύπτεται ο πραγματικός της σκοπός, να προσδώσει στη διευθέτηση άλλο περιεχόμενο που ακυρώνει την έννοια της ομοσπονδίας.
Ο Πρόεδρος Κυπριανού, υπογραμμίζοντας τη θέληση της ελληνοκυπριακής πλευράς για επανέναρξη, το ταχύτερο δυνατό, των δικοινοτικών συνομιλιών, τόνισε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά μπορεί να θέσει τόσο το θέμα της διζωνικότητας όσο και της ασφάλειας για συζήτηση στα πλαίσια των συνομιλιών οπότε και η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έχει τα επιχειρήματα της. Αυτό που η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπορεί να αποδεχθεί είναι να θεωρηθούν αυτά σαν προϋποθέσεις για επανέναρξη των δικοινοτικών συνομιλιών.
Σε συνάντηση του με την Margaret Thatcher, στη Λουσάκα, στις 31 Ιουλίου 1979, στα πλαίσια της Κοινοπολιτειακής Διάσκεψης, ο Πρόεδρος Κυπριανού ενημέρωσε τη Βρετανίδα Πρωθυπουργό για την κατάσταση στην Κύπρο, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος της διζωνικότητας δεν χρησιμοποιείται σε κανένα σύνταγμα. «Η πρωθυπουργός συμφώνησε ότι δεν πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται στο διεθνές Δίκαιο» αναφέρει βρετανικό έγγραφο για εκείνη τη συνάντηση.
Σε ένα Μνημόνιο της η Γραμματεία του ΟΗΕ παρουσίασε την αρχή της διζωνικότητας ως αποδεχθείσα από την ελληνοκυπριακή πλευρά, βασιζόμενη στην ομιλία του Γιάννη Χριστοφίδη στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο , φυσικά, απερρίφθη από την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Σε μια προσπάθεια να άρει τις δυσκολίες στην επανέναρξη των διακοινοτικών, η Γραμματεία ετοίμασε άλλο Μνημόνιο με την ακόλουθη διατύπωση σχετικά με τα δυο επίμαχα σημεία:
Οι δυο πλευρές έχουν επαναβεβαιώσει την υποστήριξη τους για μια ομοσπονδία όπως προνοείται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές που θα αποτελείται από δυο συνιστώντα μέρη και που έχουν αναφερθεί σαν περιοχές ή ζώνες.
Οι δυο πλευρές έχουν παρουσιάσει ενδείξεις ότι το θέμα της ασφάλειας μπορεί να τεθεί και να συζητηθεί στις διακοινοτικές. Κατανοείται ότι η διευθέτηση θα προνοεί για την ασφάλεια και των δυο κοινοτήτων.
Στις 4 Απριλίου 1979, ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης, σε μια πολύ πειστική στην ανάλυση της επιστολή, ζήτησε από τον ΓΓ του ΟΗΕ όπως καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για επανέναρξη των συνομιλιών.
Το 1979 τέλειωσε χωρίς επανέναρξη των διακοινοτικών. Εγγραφο της βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας, ημερομηνίας 8 Ιουλίου 1979, χαρακτηρίζει την τουρκική στάση σαν στάση κωλυσιεργίας. «Αυτή η στάση θα συνεχισθεί τουλάχιστο μέχρις ότου διευκρινισθεί η θέση της κυβέρνησης Ετζεβίτ» αναφέρει το έγγραφο. Αλλο έγγραφο, πάλι της βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας, ημερομηνίας 24 Σεπτεμβρίου, καταλήγει στην κατ’ αρχήν παράδοξη εκτίμηση ότι η Συμφωνία Κυπριανού - Ντενκτάς δεν ήταν αρεστή στην Τουρκία «η οποία και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να παρεμποδίσει την εφαρμογή της».
Οι οκονομικές υποχρεώσεις της Βρετανίας για τις Βάσεις
Για τις υποχρεώσεις των Βρετανών έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τις Βάσεις, έγγραφο του Φόρεϊν Οφις που απευθυνόταν στον Υφυπουργό Εξωτερικών, Sir Ian Gilmour, ημερομηνίας 20 Ιουνίου 1979, από αφορμή τη συνάντηση που θα είχε την επομένη, στο Λονδίνο, με τον Κύπριο Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Ρολάνδη, ανέφερε τα εξής:''H Συμφωνία Εγκαθίδρυσης προνοούσε για καταβολή £12 εκατομμυρίων για την πενταετία μέχρι το 1965 «όπως και μερικές άλλες ειδικές πληρωμές».
Μετά το 1965, η βρετανική κυβέρνηση, σαν αποτέλεσμα διαβουλεύσεων με την κυπριακή κυβέρνηση και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες περιλαμβανομένων των οικονομικών αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα αποφασίζει το ποσό της οικονομικής βοήθειας που θα προσφέρεται στην κυπριακή κυβέρνηση κατά τα επόμενα πέντε χρόνια. Η κυπριακή κυβέρνηση, συνεχίζει το έγγραφο, έχει, κατά τακτικά διαστήματα, επισύρει την προσοχή της βρετανικής κυβέρνησης στις υποχρεώσεις της. Εχει σε διάφορες περιπτώσεις πει ότι πρέπει να καταβάλλεται ενοίκιο για τις Βάσεις. Αν αυτό αποκλείεται, πρέπει να καταβάλλεται ενοίκιο για τη χρήση ορισμένων περιοχών και για άλλες διευκολύνσεις όπως η χρήση των δρόμων. Σε μια περίπτωση αναφέρθηκε το ποσό των £150 εκατομμυρίων σαν οφειλή της Βρετανίας στην Κύπρο.
Η βρετανική κυβέρνηση, αναφέρει στη συνέχεια το έγγραφο, υποστήριζε πάντοτε την άποψη ότι οι κυπριακές απαιτήσεις στερούνται νομικής ισχύος αλλά είναι διατεθειμένη, με ορισμένες προϋποθέσεις να συζητήσει την επαναπροσφορά βοήθειας. Σαν αποτέλεσμα της εντεινόμενης πίεσης από την κυπριακή κυβέρνηση, η Βρετανία προσφέρθηκε, τον Ιούνιο του 1978, να δώσει δάνειο £ 7.5 εκατομμυρίων με 6% για 25 χρόνια το οποίο να χρησιμοποιηθεί για έργα επωφελή και για τις δυο πλευρές.
Προτείνοντας το δάνειο, η βρετανική πλευρά δήλωσε ότι αυτή η πρόταση αντιπροσωπεύει τη συνολική διμερή βοήθεια που η βρετανική κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει στην Κύπρο για το προβλεπόμενο μέλλον. Η κυπριακή κυβέρνηση θεώρησε την προσφορά πολύ χαμηλή και απέρριψε τη βρετανική νομική ερμηνεία.
Κατά τη συνάντηση του με τον Sir Ian Gilmour, ο κ. Ρολάνδης είπε ότι ήταν αναγκαίο για τη Βρετανία να πάρει μέτρα. Δεν ήταν δυνατό να παραγνωρίζονται έτσι οι υποχρεώσεις της. Μια συμφωνία μπορούσε να επιτευχθεί στη βάση ενός προσχεδίου, αντίγραφο του οποίου επέδωσε στον Βρετανό υφυπουργό. Η Βρετανία, είπε ο κ. Ρολάνδης, προσέφερε δάνειο £ 7.5 εκατομμυρίων, η Κύπρος ζητεί χορηγία £200 εκατομμυρίων.
Σε εκείνη τη συνάντηση ο Κύπριος Υπουργός έθεσε και το θέμα των εγγυήσεων. Είπε ότι ο Πρόεδρος Κυπριανού ήταν, κατά έντονο τρόπο, εναντίον των εγγυήσεων από την Ελλάδα και την Τουρκία, σε μια νέα διευθέτηση. Η εμπλοκή των δυο χωρών ήταν εναντίον των δυτικών συμφερόντων και διαιώνιζε τον κίνδυνο να παρασύρονται σε διαμάχη . Πρέπει, επίσης, να αποκλεισθεί η μονομερής δράση από μια εγγυήτρια χώρα. Η Κύπρος επιθυμεί να μετακινηθεί προς την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση). Ενδεδειγμένες εγγυήσεις μπορεί να είναι από βασικές ευρωπαϊκές χώρες. Οι υπερδυνάμεις πρέπει να αποκλεισθούν.
Σχέδιο Λόρδου Κάραντον
Εγγραφο της βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας, ημερομηνίας 19 Απριλίου 1979, αναφέρεται σε επίσκεψη του Λόρδου Caradon, τελευταίου Κυβερνήτη της Κύπρου, στη νήσο, όπου παρέστη και μίλησε στη σύνοδο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ηνωμένων Εθνών.
Σε συνομιλία του με τον Υπατον Αρμοστή, P. A. Rhodes, o Λόρδος Κάραντον αναφέρθηκε σε σχέδιο για το Κυπριακό, το οποίο θα εισηγείτο στη βρετανική κυβέρνηση: Tο Συμβούλιο Ασφαλείας να διορίσει μια τριμελή ομάδα, ένα από τις δυτικές χώρες, ένα από τις ανατολικές και ένα από τον Τρίτο κόσμο που θα ασχοληθεί με το θέμα. Ως πιθανή δυτική χώρα από την οποία θα προερχόταν το ένα μέλος ανεφέρθη η Σουηδία.
Τάσσος Παπαδόπουλος
Σε χρόνο ανύποπτο - Φεβρουάριος 1979 - ανώτερος διπλωμάτης της βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας, ο J F Martin, προέβλεψε την ανάδειξη του Τάσσου Παπαδόπουλου στην προεδρία, αν και η πρόβλεψη τον τοποθετούσε σαν διάδοχο του Σπύρου Κυπριανού. Εγγραφο της Αρμοστείας με την υπογραφή του κ. Μάρτιν, ημερομηνίας 20 Φεβρουαρίου 1979 , περιγράφει συνάντηση του με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε απαλλαγεί, από τον προηγούμενο χρόνο, από την ευθύνη του συνομιλητή της ελληνοκυπριακής πλευράς. Η απάντηση του σε σχετική ερώτηση, γράφει ο Μάρτιν, αφήνει την εντύπωση ότι «έχει τις βλέψεις του σταθερά στην προεδρία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου