Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Γ. Ρίτσου: «Αποχαιρετισμός» στον Ήρωα και Άγιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ.

Το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Αποχαιρετισμός» (1957) είναι αφιερωμένο στο ηρωικό τέλος του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου που κάηκε ζωντανός από τους Άγγλους αποικιοκράτες .Γράφεται σε μια εποχή που η Αθήνα τρανταζόταν από τις μαχητικές διαδηλώσεις για την Αυτοδιάθεση- Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα .


Όπως γράφει ο Ρίτσος το ποίημα: «ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ στον Ήρωα και Άγιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ. Στους Μεγάλους Νεκρούς Ποιητές και Διδασκάλους του Έθνους, ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ, ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ Και Σ' όλους τους Γνωστούς και Άγνωστους Μάρτυρες των Ελληνικών και Παγκόσμιων Αγώνων.»
Κατόπιν ακολουθεί απόκομμα εφημερίδας 5 Μαρτίου 1957, που αναφέρεται στο τραγικό τέλος του Γρηγόρη Αυξεντίου «ηλικίας 29 ετών, το επάγγελμα του δε ήταν σωφέρ ταξί». Στο δημοσίευμα της εφημερίδας , διαβάζουμε πως ο Αυξεντίου , που είχε επικηρυχθεί για 5.000 λίρες , κρυπτόταν σε μια σπηλιά κοντά στην Μονή Μαχαιρά .Οι μοναχοί παρότι κακοποιήθηκαν δεν μίλησαν. Όμως «κάποιος βοσκός τους έδωσε την πληροφορία ότι μέσα στην σπηλιά ήταν κρυμμένος ο Αυξεντίου».Ακολούθησε μάχη δέκα ωρών και στο τέλος «τεράστιες φλόγες εκάλυψαν το σπήλαιο για να τυλίξουν σε λίγο το κορμί του ηρωικού πατριώτη».
Το ποίημα είναι ένας θεατρικά δομημένος εσωτερικός μονόλογος του Γρηγόρη Αυξεντίου , στην κρύπτη του ,λίγο πριν τον θάνατο του. Ο ήρωας ,μόνος με την ιστορία ,προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον θάνατο , που έρχεται με βεβαιότητα .Αδημονεί για την στιγμή που «οι ξύλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα».
«Τελείωσαν πια τα ψέματα- δικά μας και ξένα. Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορεί πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος η φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει»5
Ο Αυξεντίου σκέπτεται το πέρασμα απ’ τη ζωή στον θάνατο. Συγκρίνει τις ευθύνες του αγώνα («Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;»6) με την γοητεία της ειρηνικής ζωής («Η φωνή ενός παιδιού –δεν μπορεί- θ' ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα -κ' η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας- η ματιά της χαμένη στο βράδυ, θα σ' άγγιζε, η ματιά μιας γυναίκας που δε σ' είδε και την είδες »)7. Οι τέσσερις σύντροφοι που φύγανε και παραδόθηκαν καλώς κάνανε, όμως ο ίδιος λέει «να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου;»8 κι άλλωστε « ξέρω , όπως και σεις , τι θα πει πόνος και φόβος , μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ' τον πόνο μου κι απ' το φόβο σας, όχι μονάχα το φόβο του κορμιού, μα και το φόβο της ψυχής ,που δεν τη γνωρίζω »9. Η ελληνική σημαία αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία .Άλλοτε «μου τράνταζε τα φυλλοκάρδια η σημαία της πατρίδας που κρατούσα στα χέρια» κι άλλοτε ο ήρωας μας λέει «οι συναγωνιστές μου θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη τη σημαία του ανένδοτου αγώνα , φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο , σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων , φλεγόμενη η σημαία μας - σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.»
Ησυχία, ο χρόνος έχει σταματήσει. Ο ήρωας είναι μόνος του με την ιστορία, με τον λαό του, με την ύπαρξη του. Οι εικόνες απ' την ειρηνική ζωή -ο Ρίτσος είναι αριστοτέχνης εικονοποιός- έρχονται διαδοχικά στο μυαλό του για να κάνουν το δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στην ευθύνη και την παραίτηση πιο οδυνηρό: «Είμαι 29 μόλις χρονώ, και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω ».11
Ο Ρίτσος κατανοεί το τραγικό μέγεθος της στιγμής:
«Μα ποιος θα σας τη μεταδώσει τούτη τη στιγμή; Δεν τη χωράνε
τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη
είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα, μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη, μεγάλη σαν όλο τον κόσμο »'12
Η έξοδος του ήρωα από τον κόσμο, είναι το σημείο που ο χρόνος συναντά την αιωνιότητα.
<<Αυτή η στιγμή είναι ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα, κ' η αιωνιότητα υπάρχει και τη δημιουργούμε δεν επαναλαμβάνεται σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται».13 Ο χώρος διευρύνεται, η σπηλιά συλλέγει τα μαρτύρια της πατρίδας. «Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία-μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της, τ' ακρογιάλια της, τα βάσανα της, με τα καΐκια της μ' ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιον αγέρα της, τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω μέσα σ' αυτή την πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω: από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα , όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία .Γεια σας»14 Το καμένο σώμα του Αυξεντίου θα γίνει η φλεγόμενη σημαία του ανένδοτου αγώνα, το σύμβολο της ελευθερίας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου --το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ' το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, πού μαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη ελευθερία" και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και που σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο -μην το ξεχάστε, σύντροφοι-στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά, γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης Δέκα ώρες είναι πάρα πολλές για όλα όταν έχεις ένα ντουφέκι , κάμποσες σφαίρες και το δίκιο με το με- ρος σου, όταν έχεις δικά σου 29 χρόνια και μπορείς να τα διαθέσεις μό- νος σου , όταν έχεις το θάνατό σου δικό σου. Γεια σας.»15 Πως αντιμετωπίζει τελικά ο ήρωας την έξοδο απ' την ζωή; Ως χρέος προς τους άλλους «Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο». Υπάρχει χάριν και εξ αιτίας του άλλου, «κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου». Ο θάνατος του στοχεύει σε μια ελεύθερη ζωή «Δε δέχομαι , όχι , τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία ».16Ο Αυξεντίου ενσαρκώνει τον απροσκύνητο , τον ελεύθερο άνθρωπο γιατί «Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς» .17 Ο ήρωας συνοψίζει όλες τις θυσίες και τα μαρτύρια για την απελευθέρωση του ανθρώπου, από τον Προμηθέα μέχρι τον Χριστό: «Κι αλήθεια , ξέχασα να σας πω το κυριότερο ,- που μόλις τώρα τόμαθα - δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα. Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου : ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο, χωρίς να τον σκοτώσει , για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρυσε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο όσο την ώρα που το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του, ξέροντας , τότε μόνο, πώς είχε αξιωθεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο , κι ακόμα , ναι , τότε ποτέ τόσο όμορφος δεν είταν ο μικρός Γρηγόρης Αυξεντίου ,29 χρονώ …» 18 Η τιμή για το παλληκάρι που δεν σκύβει , δεν προσκυνά ,αλλά πεθαίνει αγέρωχο ,όρθιο ,είναι μια στιγμή που τον αθανατίζει και αλλά κι είναι υπόσχεση για νέους αγώνες: « Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου , με βόηθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά , εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου , να εκδικηθείς το θάνατό μου, με βόηθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα. Με βόηθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα. Όπως και γώ θα σας βοηθήσω» 19. Ο ήρωας , την στιγμή του θανάτου ,ενώνεται με τις στρατιές των ηρώων, με τους Διγενήδες , με τους κλέφτες , με τους αντάρτες. «Σήμερα νιώθω μια τρυφερότητα για τον εαυτό μου ξέροντας πώς θα μ’αγαπήσετε σήμερα αγαπάω κ’ εχτιμάω τον εαυτό μου σήμερα χαμογελάω στον εαυτό μου κοιτάζοντάς τον με τ’ αδερφικά σας μάτια» . Προς το τέλος, ο Αυξεντίου επανέρχεται με εικόνες απ' την ειρηνική ζωή της Κύπρου. Όμως θα καταλήξει με αποχαιρετισμό προς τους γονείς του: «ΑΝΤΕ, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;- Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω, λες τη ζωή σου; Σου αφήνω τήν περφάνεια σου. Δε θα σειδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις: Είμαι πέρφανη για το γιό μου, -κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου'. Έτσι. Γεια σου μάνα. Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ' τις χοντρές ελληνικές κοκκά- λες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ' το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα σα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευ- μένη με τα μένα. Σχωράτε με.»21 Ο Αυξεντίου πριν τελειώσει θυμάται και πάλι τα περασμένα («σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ' ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου») , τις ειρηνικές στιγμές στην Αμμόχωστο και στην Λεμεσό , τον μεγάλο κάμπο της Μεσαορίας και πως πήρε το όπλο για ν' ανέβει στο βουνό. Νοερά αποχαιρετά μια μαυροφορεμένη γριά , που τον αποχαιρετά λέγοντας «καλή λευτεριά γιε μου» Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι κάτι σημαντικότερο από την καθημερινότητα που την απορροφά: « δε φτάνει το τραπέζι , μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη , μήτε και το ψωμί και το φιλί ,- δε φτάνει. Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του» 22. Προχωρά κλιμακωτά από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα. «Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ' τη σκλαβιά του, από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, απ' το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου, ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν' αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα σ' ένα χαντάκι τ' αμάξι μου, πήρα τ' όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό. Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιο της βλέπει ολόισα στον ήλιο – το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιος ,που θα τον νιώσω πάλι δροσερό , καθώς θα με περνάνε, (όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι ) – θα τον νιώσω δροσερό κων- σταντινάτο να μου δροσίζει το καμένο στήθος , κ’ έτσι λίγο- λίγο να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν’αχνίζει στον κόρφο μας. Γεια σας. » Το ποίημα είναι γραμμένο στην Αθήνα τον Μάρτη του 1957.Ο «επίλογος» γεφυρώνει την τραγικότητα της στιγμής με την αιωνιότητα: «Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τ’ ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση ,ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος , η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιός της : «Είμαι πέρφανη.Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη , παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου». Ο πατέρας του πάλι ,σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας ,αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου»24. Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (απόσπασμα) (Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά) Τέλειωσαν πια τα ψέματα -δικά μας και ξένα. Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει. Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω, να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ -(για ποιον; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει. Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω. Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία - Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις ν' ακουστεί μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή απ' τη σιωπή που θα ρίξει τα τείχη τού πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα. Μαρμαρωμένη ησυχία, - μ' όλο που ακούγονται οι ντουφεκιές κ' οι φωνές -πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν και μένουν σ' ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,- μ' όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω - Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα τής πέτρας, μπροστά ένας μικρός ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση (στη μέση;) εγώ. -Ποιος εγώ;- Τι είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος: ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω. Ίσως και να μπορούσα να γλιτώσω. Ίσως μπορούσα ν' αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι τής σημαίας μας; Θα μπορούσα να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της; Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα- μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ' τη χαραματιά τής πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου. Η φωνή ενός παιδιού -δε μπορεί- θ' ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα Κ' η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας -η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ' άγγιζε, η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες. Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ' άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα σαν τα μικρά καΐκια σ' ένα λιμανάκι τού νησιού μας. Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος. Μονάχα η τελευταία ακινησία: αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω. Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με. Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα -δηλαδή πιο ειλικρινείς. Εγώ ήμουν αδύναμος: Ντράπηκα. Με τούτη την αγάπη, λέω, πως μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα - ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος, με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ' άδικο και σπέρνουνε το μίσος. Τούτη είναι η εντολή μου - μ' όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος σα να μην τόμαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας. Όλο ετοιμάζουμαι να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σαν κάτι νάχω να προστέσω ακόμα στον κόσμο. Σα νάχω να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ' το μεδούλι μου. Θυμάμαι - καλοκαιριάτικο σούρουπο ήταν - σταμάτησα τ' αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα. Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό. " Φχαριστώ γιαγιά ", της είπα. " Καλή λευτεριά, γιε μου ", αποκρίθηκε. " Καλή λευτεριά, γιαγιά " της ξανάπα - κι ένιωσα πως της την χρωστάω. Μου΄βγαλε το κασκέτο και μου σφούγγισε με το χέρι της το κούτελό μου.( Ξέρετε, κι οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε. ) Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ' όλους. Μια λευτεριά μονάχα για τον ένα δε φελάει σε τίποτα ( αν υπάρχει ). Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον. " Άντε γεια σου γιαγιά. Καλή λευτεριά, το λοιπόν " - κι έτριψα λίγο τα μάτια μου - έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος της βραδιάς, δεν καλόβλεπα. Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου( γιατί έφεγγε ακόμα ) ένιωθα ν' ανεβαίνω με τ' αμάξι μου, μαζί κι ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ' το αργό φεγγαρόφωτο, ένιωθα ν' ανεβαίνω ίσα στον ουρανό κι ένιωσα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο, σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο, το φεγγάρι κρεμασμένο μ' ένα σπάγκο απ' το λαιμό μου, να μου δροσίζει την καρδιά και λίγο - λίγο να ζεσταίνεται και ν' αχνίζει στον κόρφο μου. Κι έλεγα μέσα μου :δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε το ψωμί και το φιλί, - δε φτάνει. Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερνή την έγνοια του. Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ' τη σκλαβιά του, από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, απ' το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου, ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν' αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα σ' ένα χαντάκι τ' αμάξι μου. Πήρα τ' όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό. Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο. Το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιος που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,( όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι) - θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κι έτσι λίγο - λίγο να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν' αχνίζει στον κόρφο μας. Γεια σας. "Κι αλήθεια, ξέχασα να σας πω το κυριότερο,-που μόλις τώρα το' μαθα- δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα. Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου: ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο, χωρίς να τον σκοτώσει, για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του, ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρυσε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο όσο την ώρα που το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του, ξέροντας, τότε μόνο, πως είχε αξιωθεί να δώσει το φώς και τη φωτιά στον άνθρωπο…" …………………………………………………………… "Με τούτη την αγάπη, λέω, πως μια μέρα, οι ξυλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα -ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος με τούτη λέω την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ' άδικο και σπέρνουνε το μίσος. Τούτη είναι η εντολή μου - μ'ολο που αυτή την ώρα δεν το 3έρω το μίσος σα να μην το' μαθα ποτές ή να το ξέχασα.Γειά σας." ………………………………………………………… "O άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του. Κι έλεγα πάλι που άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί Κι όλο τραβάει πιο πέρα απ'τη σκλαβιά του, από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, απ' το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου, ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, να αχνίζει το φεγγαρι στο κόρφο του, ώσπου να κλάψεις μια νύκτα για από αγάπη για όλο τον κόσμο…"

Δεν υπάρχουν σχόλια: