ΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΠΕΦΤΟΥΝ ΑΛΛΑ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΟΥΣ
Οι μισθοί πέφτουν, αλλά οι Ελληνες εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβότερα, έως και κατά 50%, από τους άλλους Ευρωπαίους τα εμπορεύματα στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Την ώρα που οι μισθοί στο Δημόσιο ψαλιδίζονται, σε μια προσπάθεια να μειωθεί το έλλειμμα, και οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα βρίσκονται στην... κλίνη του Προκρούστη από την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, οι πολυεθνικοί όμιλοι που ελέγχουν την ελληνική αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών εξακολουθούν να πουλάνε τα προϊόντα τους ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μπορεί ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, να ζήτησε μείωση μισθών και τιμών σαν φάρμακο για να βγει η χώρα από την κρίση, όμως στην Ελλάδα φαίνεται ότι η μείωση ισχύει μόνο για τους μισθούς και όχι για τις τιμές των προϊόντων.
Και αυτό γιατί η ελληνική αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών παραμένει μη ανταγωνιστική, με ολιγοπωλιακή δομή στους βασικούς κλάδους της που ελέγχονται κυρίως από πολυεθνικές εταιρείες, γεγονός που τους επιτρέπει να πουλάνε ακριβότερα από ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Τι δείχνουν τα συγκριτικά στοιχεία
Ερευνα τιμών που πραγματοποίησε το «Χρήμα» σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) και στην Ελλάδα δείχνει ότι σε αρκετά προϊόντα- κυρίως πολυεθνικών εταιρειών- τα οποία κατέχουν σημαντική θέση στο καλάθι των Ελλήνων καταναλωτών, οι διαφορές τιμών σε σχέση με το κόστος σε άλλες χώρες είναι μεγάλο. Για παράδειγμα, δημητριακά για παιδιά, γνωστής εταιρείας, οι Ελληνες τα αγοράζουν στην τιμή των 2,86 ευρώ το πακέτο, όταν οι Βρετανοί πληρώνουν για το ίδιο προϊόν 1,89 ευρώ (51% φθηνότερα) και οι Γάλλοι 2,25 ευρώ (27% φθηνότερα). Για την αγορά ίδιας οδοντόβουρτσας ο Ελληνας καταναλωτής πληρώνει 3,74 ευρώ και ο Βρετανός 2,46 ευρώ (52% φθηνότερα), ενώ για την ίδια συσκευασία αναψυκτικών ο Ελληνας πληρώνει 3,1 ευρώ, ο Βέλγος 2,76, ο Γάλλος 2,3 και ο Βρετανός 2,68 ευρώ. Η κατάσταση αυτή στην αγορά δεν είναι σημερινή, όμως με δεδομένη την οικονομική κρίση και τη μείωση των εισοδημάτων των ελληνικών νοικοκυριών το πρόβλημα μεγεθύνεται, καθώς οι Ελληνες διαθέτουν μόλις το 94% της αγοραστικής δύναμης του μέσου Ευρωπαίου σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (που δημοσιοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2009) και πληρώνουν ακριβότερα τα προϊόντα σε σχέση με τους πλέον εύπορους της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων είναι οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και οι Βέλγοι, που η αγοραστική τους δύναμη είναι μεταξύ 110% και 130% του μέσου όρου.
Στο στόχαστρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Το μεγάλο άνοιγμα στην ψαλίδα των τιμών στα προϊόντα αρκετών πολυεθνικών εταιρειών στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται ήδη στο στόχαστρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που δείχνει αποφασισμένη να «κυνηγήσει» τις πολυεθνικές που απαγορεύουν στους λιανεμπόρους να κάνουν τις δικές τους, παράλληλες εισαγωγές των προϊόντων τους προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερες τιμές για τους πελάτες τους.
Η έρευνα της Επιτροπής εστιάζεται σε 16 κατηγορίες προϊόντων καθημερινής χρήσης (στοματικής υγιεινής, μαλλιών, σώματος, ξυριστικά, απορρυπαντικά όλων των ειδών, ρούχα, είδη οικοσκευής κ.ά.) και μελετά από το περασμένο καλοκαίρι συμβάσεις ανάμεσα σε λιανεμπόρους και πολυεθνικές αναζητώντας αθέμιτες πρακτικές που έχουν ως αποτέλεσμα τις φουσκωμένες τιμές στην Ελλάδα. Οπως λένε στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών αποτελούν σημαντική παράβαση, με πολλαπλές επιπτώσεις στην αγορά.
«Η ρήτρα απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών αποτελεί ένα βασικό εργαλείο που χρησιμοποιούν ορισμένες εταιρείες, με αποτέλεσμα να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αποκλίσεις τιμών σε ίδια προϊόντα που διακινούνται σε διαφορετικές χώρες», λέει στέλεχος της Επιτροπής. Η πρακτική που ακολουθούν σε αρκετές περιπτώσεις πολυεθνικές εταιρείες, είναι να μην ανταγωνίζεται η μια θυγατρική τους (που, για παράδειγμα, δραστηριοποιείται στην Ελλάδα) μια άλλη θυγατρική που δραστηριοποιείται σε άλλη χώρα της Ε.Ε., και αυτό επι τυγχάνεται με τη δέσμευση των λιανεμπόρων να μην πραγματοποιούν μόνοι τους εισαγωγές της πολυεθνικής από άλλη χώρα σε χαμηλότερες τιμές. Με αυτόν τον τρόπο οι επιχειρήσεις καταφέρνουν να μοιράζονται τις εθνικές αγορές. Ιδιαίτερη σημασία στις μέχρι τώρα έρευνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού φαίνεται να έχει και το γεγονός ότι, ακόμα και σε περιπτώσεις που έχουν παύσει οι απαγορευτικές ρήτρες, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ εξακολουθούν να μην προχωρούν σε φθηνότερες εισαγωγές από άλλες χώρες, κάτι που προκαλεί σκέψεις για ενδεχόμενες «συνεννοήσεις» μεταξύ των εταιρειών και των λιανεμπόρων «κάτω από το τραπέζι». Ηδη η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διαπιστώσει αθέμιτες πρακτικές στον κλάδο των απορρυπαντικών παραπέμποντας δύο από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στη χώρα αλλά και αλυσίδες σούπερ μάρκετ οι οποίες είχαν συναινέσει σε αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη αντι-ανταγωνιστικών συμπράξεων (ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών) κατά παράβαση της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας σε συμβάσεις που είχε συνάψει η εταιρεία Unilever Ηellas ΑΕΒΕ με 6 αλυσίδες σούπερ μάρκετ κατά τη χρονική περίοδο 2000-2002. Μάλιστα, για την υπόθεση αυτή η Επιτροπή επέβαλε τον περασμένο Απρίλιο συνολικό πρόστιμο στους εμπλεκομένους συνολικού ύψους 8 εκατ. ευρώ. Αθέμιτες πρακτικές εντόπισε η Επιτροπή και σε μια ακόμα περίπτωση, στην οποία εμπλέκονται οι εταιρείες Colgate Ρalmolive και Colgate Ρalmolive Εμπορική, καθώς και λιανέμποροι. Η υπόθεση αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς η Ολομέλεια της Επιτροπής έκρινε το περασμένο καλοκαίρι ότι θα πρέπει η έρευνά της να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων που διακινεί η εταιρεία στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου