έφεδρος Λοχίας Δημήτριος ΄Ιτσιος. |
Το παρακάτω άρθρο είναι ένας μικρός φόρος τιμής, σε όλους αυτούς που έπεσαν μαχόμενοι στα οχυρά της αμυντικής γραμμής Μπέλες, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα έναντι εκατονταπλάσιου εχθρού, όπως ακριβώς έκαναν και οι πρόγονοι μας κάποτε στις Θερμοπύλες, αγνοώντας για ακόμη μια φορά την ποσότητα του εχθρού και τον.....
θάνατο.
Ιδίως αφιερώνεται στον έφεδρο Λοχία, Δημήτριο ΄Ιτσιο.
Τι μάνα είσαι εσύ πατρίδα μου, που μέσα στην φτώχια και την μιζέρια γεννάς ήρωες και μαχητές, που όμοιους τους δεν μπορεί να γεννήσει κανένα χώμα, παρά μόνο το δικό σου, τραχύ και σκληρό που σε κάνει να μην νιώθεις το χάδι της μάνας, αλλά συνάμα στοργικό, που σε φυλάει ψηλό, απόκρημνο και αγέρωχο, κάνοντας σε να νιώθεις ένα με τους αετούς.
Μάνα μου πατρίδα, μου λένε οι σημερινοί σου γιοί με λόγια πικρά και ξένα ότι, δεν έχω σχέση με τα άλλα σου παιδιά, τον Λεωνίδα, τον Αλέξανδρο, τον Αχιλλέα και τους άλλους αγαπημένους σου γιούς, γιατί όμως, αφού και εγώ πολέμησα άξια για σένα όσο και αυτοί και εγώ έχω μάνα εσένα όπως και αυτοί, γιατί μου το κάνουν αυτό ρε μάνα, γιατί.
Μάνα μου πατρίδα, πριν λίγα χρόνια αμούστακα παιδιά σταθήκαμε μέσα στα χαρακώματα και στους τσιμεντένιους τάφους και πολεμήσαμε τρακόσοι και πάλι ενάντια σε πανίσχυρους βάρβαρους εχθρούς, που ήθελαν να πατήσουν επάνω στα ιερά και άγια χώματα σου μάνα και ξέροντας ότι θα πεθάνουμε για σένα μάνα πατρίδα, η λαχτάρα μας προς τον θάνατο ήταν μεγαλύτερη από ποτέ.
Μάνα, την ώρα που πολεμούσαμε, οι πρόγονοι πολεμιστές μας, οι δικοί σου γιοί και τα δικά μας αδέλφια ήταν δίπλα μας, δεν τους βλέπαμε, αλλά ακούγαμε συνέχεια την φωνή τους, τα άλογα τους, τις ασπίδες και τα δόρατα τους, το αόρατο άγγιγμα τους και ήταν μουσική μάνα, τέλεια μουσική, η οποία μας έδινε δύναμη, μεγάλη δύναμη μάνα, τέτοια που δεν την χωρούσε η ψυχή μας και πολεμήσαμε μάνα, πολεμήσαμε σαν και αυτούς, ένα με αυτούς, σαν θηρία μάνα.
Στο τέλος της μάχης μάνα με ρώτησε ο γερμανός διοικητής, εσύ είσαι ρε λοχία που σκότωσες τους καλύτερους άνδρες μου και εγώ μάνα του απάντησα, ναι ρε εγώ ήμουνα και εάν μπορούσα θα σκότωνα και άλλους από εσάς.
Μάνα μου πατρίδα, τότε εκείνος δεν άντεξε, το πώς ένα από τα μικρά σου και ασήμαντα παιδιά, έκανε ότι δεν μπορούσαν τα δικά του μεγάλα και σημαντικά παιδιά και διέταξε να με σκοτώσουν μάνα και έτσι την ώρα που με πυροβόλησαν τους είδα μάνα, είδα τα αδέλφια μου, τους ήρωες προγόνους μου να με κοιτάν και να μου χαμογελάν και να με παίρνουν μαζί τους στον αιώνιο κόσμο, εκεί που μπορώ να πετάω μαζί τους, ψηλά σαν αετός και να σε κοιτώ από ψηλά μάνα, περήφανος και δοξασμένος.
Μάνα σε παρακαλώ, ξαναγέννησε με μια φορά ακόμη, για να πεθάνω για ακόμη μια φορά, για σένα μάνα μου πατρίδα, τώρα που τον θάνατο τον έκανα παρέα, φίλο και αδελφό.
«Πατρίδα μου και μάνα μου γλυκιά ξύπνα, ξύπνα πατρίδα μου και πες, πως το αίμα μας να δώσουμε για σένα, όταν στο ιερό σου σώμα και πάλι, τα πόδια τους τα βρώμικα θα θέλουν να πατήσουν, για να μολύνουν τα απάτητα βουνά σου, που τα καθάρια σου νερά τα λούζουν, για να έχουν οι ήρωες και οι αετοί τον θρόνο, από τον οποίο θα σε θωρούν και θα σε λατρεύουν, μάνα μου γλυκιά και χώμα ιερό, με αίμα Ελλήνων ποτισμένο, θα έρθει άραγε στιγμή, που και εμείς το αίμα μας να δώσουμε για σένα και στον καθάριο σου ουρανό και μείς, σαν αετοί θα παίζουμε, με τα κύματα του ανέμου».
Ήμασταν Έλληνες, είμαστε Έλληνες, θα είμαστε Έλληνες, έως ότου πεθάνουμε σαν Έλληνες και δοξαστούμε σαν Έλληνες.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ/http://ksipnistere.blogspot.com/2011/02/blog-post_9561.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου